Οι καταστροφές στο Καπιτώλιο, η εικόνα του εξαγριωμένου πλήθους που υπερφαλαγγίζει όλες τις αντιστάσεις, η ανεπάρκεια της αστυνομίας που επέβαλε τη χρησιμοποίηση της εθνοφρουράς με μεγάλη καθυστέρηση, η ανικανότητα των μυστικών υπηρεσιών να προβλέψουν έγκαιρα τις εξελίξεις, οι ανεπαρκείς και διχαστικές πολιτικές αντιδράσεις, όλα αυτά αποτελούν τις πλευρές του ίδιου νομίσματος, δηλαδή της πτώσης της αμερικανικής δημοκρατίας.
Ενός μοντέλου φιλελεύθερης δημοκρατίας που θα έπρεπε να λειτουργεί αποτελεσματικά αλλά και να αποτελεί ένα πρότυπο έμπνευσης για πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο.
Η Αμερική ως υπερδύναμη, με σαφή πρωτοκαθεδρία στον χώρο της ήπιας ισχύος, με αδιαμφισβήτητη υπεροχή στο επίπεδο της σκληρής ισχύος και με πρωτεύουσα θέση στην οικονομία και την επιστήμη, εμφανίζεται στις αρχές του 2021 ως μία χώρα που δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια των συμβόλων και των χώρων λειτουργίας της δημοκρατίας της.
Η επίθεση στο Καπιτώλιο με εικόνες που ταιριάζουν σε δυστοπική ταινία, συνιστά άλλο ένα πλήγμα στην εύθραυστη εικόνα του αμερικανικού συστήματος. Η θεσμική επίπτωση είναι συγκρίσιμη με αυτή της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους το 2001. Είκοσι χρόνια μετά την επίθεση της 9/11, οι ΗΠΑ παρουσιάζουν τα ίδια συμπτώματα ανεπάρκειας για την αντιμετώπιση μίας επίθεσης στο έδαφός τους. Την 9/11 υπήρξε μία εξωτερική επίθεση, όχι ολότελα μη αναμενόμενη, την οποία η ανικανότητα των μυστικών υπηρεσιών, εμπόδισε να προβλεφθεί.
Στην περίπτωση του Καπιτωλίου, οι επιτιθέμενοι ήταν Αμερικανοί πολίτες, γνωστοί στην πλειοψηφία τους, οι οποίοι είχαν ανακοινώσει τις προθέσεις τους, εκμεταλλευόμενοι την υπεροψία και την άγνοια αυτού που τους προστάτευε στον Λευκό Οίκο. Το αν οι αρμόδιες υπηρεσίες γνώριζαν, αλλά άφησαν να εξελιχθούν τα γεγονότα, δεν δείχνει τίποτα περισσότερο από το ότι, η ενότητα κορυφής στη διοίκηση των ΗΠΑ, έχει διαρραγεί.
Η συζήτηση στις ΗΠΑ αναδεικνύει και προβληματισμούς αν τα συγκεκριμένα γεγονότα αποτέλεσαν πραξικόπημα, ή προσπάθεια επιβολής πραξικοπήματος, ή είναι μόνο μία διαδήλωση διαμαρτυρίας η οποία μετατράπηκε σε εξέγερση λόγω της ανεπάρκειας των κατασταλτικών μηχανισμών. Στην ιστορία των δημοκρατιών της Δύσης, υπάρχει άλλο ένα ανάλογο γεγονός.
Η προσπάθεια πραξικοπήματος της 23ης Φεβρουαρίου 1981 στην Ισπανία. Τότε ο αντισυνταγματάρχης Αντόνιο Τεχέρο Μολίνα προσπάθησε να ματαιώσει την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην Κάτω Βουλή, στον τότε εντολοδόχο πρωθυπουργό Λεοπόλδο Κάλβο Σοτέλο, καταλαμβάνοντας την αίθουσα της Βουλής. Η ομοιότητα αυτής της υπόθεσης με την επίθεση στο Καπιτώλιο είναι ότι προσπάθησαν να αποτρέψουν την ανακήρυξη ενός υποψηφίου στο αξίωμά του και να επιβάλλουν άλλες λύσεις από αυτές που είχε αναδείξει η κάλπη των εκλογών.
Δύο διαφορετικές, αλλά παρόμοιες μορφές προσπάθειας διακοπής της συνταγματικής νομιμότητας.
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Η αλόγιστη πολιτική στάση του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ενθάρρυνε τους οπαδούς του να αμφισβητήσουν έμπρακτα το εκλογικό αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών και η ανικανότητα των αμερικανικών κατασταλτικών και εποπτικών μηχανισμών να αποτρέψουν την εισβολή στο Καπιτώλιο, θα υποβοηθήσει το καθεστώς του Πεκίνου στην ενίσχυση της διεθνούς εικόνας του.
Ο ίδιος ο Τραμπ είχε στοιχηματίσει πολιτικά στην ικανότητά του να σταματήσει την πορεία προς την κινεζική ηγεμονία. Τώρα, γίνεται σαφές ότι το σύνθημα MAGA (Make America Great Again), αφορά έναν γίγαντα με πήλινα πόδια.
Από την ημέρα των γεγονότων, όλα τα αυταρχικά καθεστώτα καταλαβαίνουν ότι στην Ουάσιγκτον, στον βαθμό που δεν μπορούν να ελέγξουν τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας, θα υπάρξουν μεγάλες δυσκολίες να εμπλακούν σ διεθνείς υποθέσεις με αποτελεσματικό τρόπο.
Επιπλέον, πολλοί θα σκεφτούν ότι οι αυταρχικοί ηγέτες που εμφανίζουν μία εικόνα σταθερότητας, όπως ο Πούτιν και ο Ερντογάν, εμπλέκονται σε διεθνείς υποθέσεις όπως η Λιβύη, η Συρία, ή το Ναγκόρνο Καραμπάχ, οδηγώντας στην επίλυση ή σταθεροποίηση των συγκρούσεων, με ικανοποιητικά αποτελέσματα για τους ίδιους. Και όλα αυτά με δεδομένο ότι οι Ευρωπαίοι δεν έχουν ιδιαίτερο γεωπολιτικό βάρος και ενιαία έκφραση, ενώ οι Αμερικανοί είναι εγκλωβισμένοι στα μεγάλα εσωτερικά τους προβλήματα.
Ήδη το Πεκίνο προσπαθεί να διατυπώσει ένα αφήγημα ότι οι διαδηλωτές για τη δημοκρατία στο Χόνγκ Κόνγκ είναι ανάλογοι με τους εξεγερμένους οπαδούς του Τραμπ, μία σύγκριση που είναι εύκολα αναιρέσιμη, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί τα κινεζικά κανάλια προπαγάνδας έχουν τη δυνατότητα να διαχέουν εύκολα αυτούς τους ισχυρισμούς στην παγκόσμια κοινή γνώμη.
Την επόμενη φορά που η Ουάσιγκτον θα ασκήσει κριτική σε ένα αμφισβητούμενο εκλογικό αποτέλεσμα, ή σε μία καταστολή διαδηλώσεων (όπως για παράδειγμα στη Λευκορωσία, ή το 2013 στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης κ.λπ.), θα προβάλλονται οι εικόνες από την εισβολή στο Καπιτώλιο και οι ΗΠΑ θα κατηγορούνται για υποκρισία.
Ήδη στη Λατινική Αμερική, στην οποία η Ουάσιγκτον στήριξε πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που προσπάθησαν να ανατρέψουν κυβερνήσεις που δεν της ήταν αρεστές, οι πρώτες αντιδράσεις κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση. Με δηλώσεις τους ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο, οι πρώην πρόεδροι της Βολιβίας και της Βραζιλίας Έβο Μοράλες και Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, έδωσαν έμφαση στο γεγονός ότι στις ΗΠΑ έγινε αυτό που η Ουάσιγκτον προσπάθησε να επιβάλλει σε άλλες χώρες. Οι πρόεδροι της Αργεντινής Αλμπέρτο Φερνάντες και της Χιλής Σεμπαστιάν Πινιέρα, κράτησαν μετριοπαθέστερη στάση, στηρίζοντας τις δημοκρατικές διαδικασίες και τον Τζο Μπάιντεν.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογική του καμπάνιας ο Τζο Μπάιντεν υποστήριξε ότι θα κάνει τα ανθρώπινα δικαιώματα προτεραιότητα στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησής του, ενώ η διοίκηση Τραμπ έδωσε μικρή σημασία σε αυτό το θέμα και σε κάποιες περιπτώσεις φάνηκε να ενίσχυε κυβερνήσεις και ηγέτες οι οποίοι προωθούσαν τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών.
Είναι προφανές ότι, τα γεγονότα του Καπιτωλίου θα κάνουν αυτή τη στροφή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, πολύ δύσκολη. Η συμπαράταξη των δημοκρατιών που ήθελε να προωθήσει το επιτελείο του Μπάιντεν, δύσκολα θα υλοποιηθεί, ενώ και για άλλες συμμαχίες, όπως η «ψηφιακή συμμαχία» θα υπάρξουν αμφισβητήσεις για την θεμελίωση τους.
Με τα δεδομένα αυτά, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να δαπανήσει χρόνο στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας του αμερικανικού δημοκρατικού συστήματος, ενώ παράλληλα θα ενισχύονται τα μη δημοκρατικά καθεστώτα, με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολιτικές και οικονομικές συνέπειες για το σύστημα της Δύσης.
Μέσα σε αυτή τη σοβαρή κρίση, υπάρχουν Ευρωπαίοι που αρχίζουν να αναρωτιούνται αν η Ευρώπη θα μπορούσε να αναλάβει τον ρόλο της προάσπισης της δημοκρατίας στον κόσμο. Η απάντηση είναι αρνητική. Μπορεί να υπάρχει δημοκρατία στις χώρες-μέλη της ΕΕ (αν και χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία εντάσσονται στις επονομαζόμενες μη φιλελεύθερες δημοκρατίες), αλλά δεν υπάρχει δημοκρατία συνολικά στην ΕΕ.
Η ΕΕ αποτελεί έναν μηχανισμό που χαρακτηρίζεται από το γνωστό δημοκρατικό έλλειμμα και είναι πολυδιασπασμένη σε ότι αφορά την ενιαία προοπτική της και την πολιτική ενοποίηση της. Διαθέτει μόνο οικονομική ισχύ, αλλά γεωπολιτικά δεν διαθέτει σοβαρό ειδικό βάρος στους παγκόσμιους συσχετισμούς ισχύος, ενώ το αποικιακό παρελθόν της δεν την βοηθά στο να αποτελέσει παράδειγμα για χώρες με αδύναμες δημοκρατίες, κυρίως στον Τρίτο Κόσμο.
Με τα σημερινά δεδομένα, οι ΗΠΑ έχουν μπροστά τους δύο εβδομάδες για να διασφαλίσουν αποδεκτές συνθήκες για την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν στις 20 Ιανουαρίου. Τις επόμενες ημέρες θα φανεί αν αυτό είναι εφικτό, ή θα υπάρξουν αλλαγές στο τελετουργικό, το οποίο έχει αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερο βάρος στα επίπεδα του συμβολισμού και της επικοινωνίας.