Ανέβαινα προς την πλατεία Κυψέλης, όπως σχεδόν καθημερινά εκείνη την εποχή, για να προμηθευτώ τον ξένο τύπο, αφού ακόμα δεν είχα εξοικειωθεί με την ηλεκτρονική έκδοσή του. Ο καιρός, στο μεταίχμιο της άνοιξης με το καλοκαίρι, ήταν καλός. Με το τζιν μου, ένα t-shirt –ασυμβίβαστο με την ηλικία μου και την κοψιά μου θα έλεγαν κάποιοι συνομήλικοί μου αλλά οι απόψεις τους με άφηναν παντελώς αδιάφορο– και τα αθλητικά παπούτσια μου.
Λίγο πριν φτάσω στο τέρμα της πορείας μου, στη διασταύρωση Σκοπέλου και Φωκίωνος Νέγρη, πρόσεξα ένα αγόρι, γύρω στα δεκαπέντε με δεκάξι, που ξεχώριζε. Όχι μόνο γιατί φαινόταν από μακριά πως ήταν από κάποια βορεινή χώρα αλλά γιατί είχε, προφανώς, κάποιο πρόβλημα. Μέσα από τα ρούχα του, που θύμιζαν σακιά, διαγραφόταν ένα πλαδαρό τεράστιο σώμα. Το αναγνώρισα. Το είχα ξαναδεί αρκετές φορές εκεί γύρω και θα ήταν αδύνατο να ξεχάσω αυτό το αφύσικο σουλούπι.
Μόνο που αυτή η φορά δεν ήταν σαν τις άλλες, όταν καθόταν με κάποιους μεγάλους σε μια καφετέρια ή όταν περπατούσε κάπως ατσούμπαλα. Αυτή τη φορά είχε καθίσει στην άκρη του πεζοδρομίου και αναρωτιόταν με λυγμούς: «Why can’t I be like a normal boy?» Δίπλα του κάθονταν τρεις κοπέλες, ντόπιες, της ίδιας περίπου ηλικίας, και προσπαθούσαν να το καλμάρουν. Μάταια, μου φάνηκε με την πρώτη ματιά. Μάταια, όπως το διαπίστωσα και μετά από λίγα λεπτά, καθώς ακολουθούσα την αντίστροφη πορεία και αντίκρυσα το ίδιο θέαμα. Το μεν αγόρι εξακολουθούσε να κάθεται στο ρείθρο και να μισοκλαίει απαρηγόρητο, η δε συντροφιά του δεν σταματούσε τις προσπάθειές της να το παρηγορήσει.
Στο μεταξύ, είχε μαζευτεί από τον πεζόδρομο όπου έπαιζε ως τότε η αναπόφευκτη μαρίδα, μικρότερης ηλικίας, και απολάμβανε το θέαμα. Κάποια παιδιά, μάλιστα, χασκογελούσαν ή κορόιδευαν. Μία από τις κοπέλες, σαφώς ενοχλημένη, σηκώθηκε και τα παρακάλεσε να απομακρυνθούν λίγο για να μην φορτίζουν την ατμόσφαιρα. Χωρίς αποτέλεσμα. Δεν κουνιόντουσαν ρούπι.
Δυσανασχέτησα με τη συμπεριφορά τους και, ξεπερνώντας κάποιους δισταγμούς, αποφάσισα να παρέμβω. Τους εξήγησα με ήρεμα λόγια πως με το να κοιτάνε το αγόρι όλα μαζί σαν κάτι το αξιοπερίεργο επιδεινώνανε την κατάστασή του και, ακόμα και αν δεν ήθελαν να φύγουν, θα μπορούσαν να απομακρυνθούν λίγο για να μην αισθάνεται τα βλέμματά τους καρφωμένα επάνω του. Μερικά πείστηκαν και πήγαν και στάθηκαν πίσω από κάτι παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Δυο-τρία, ωστόσο, δεν μου έδωσαν σημασία. Επανέλαβα την παραίνεσή μου και εισέπραξα από ένα από αυτά την απάντηση: «Ο χώρος είναι δημόσιος και έχω το δικαίωμα να στέκομαι όπου θέλω». Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι δεν ήταν θέμα δικαιώματος, δεν είχα την πρόθεση να του το στερήσω, αλλά ανθρωπιάς. Μπορεί να είχε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί που βρισκόταν, αλλά δεν ήταν ανάγκη να κάνει ένα παιδί, που είχε ήδη πρόβλημα με το φυσικό του, να αισθάνεται από πάνω σαν έκθεμα τσίρκου. Τα λόγια μου δεν έφεραν άλλο αποτέλεσμα, πέρα από μια ματιά γεμάτη αναίδεια.
Τότε συνειδητοποίησα πως οι δυο μας ζούσαμε σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Και στον δικό μου κόσμο, που για κάποιους είχε περάσει ανεπιστρεπτί, ίσχυε το: «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος». Κακώς βέβαια, το ήξερα, αλλά έτσι ήταν. Και επειδή αισθανόμουν πως, αν έμενα ακόμα λίγο εκεί, ίσως να υπέκυπτα στον πειρασμό να το θέσω σε εφαρμογή, προτίμησα να παραιτηθώ από την προσπάθεια να τα μεταπείσω για να μην παρεκτραπώ με τα κριτήρια του κόσμου του άλλου.
Δεν έδωσα τόπο στην οργή, αλλά απλά παραμέρισα την οργή μου. Και συνέχισα νωχελικά το δρόμο μου με σκυμμένο το κεφάλι, χωρίς να το γυρίσω ούτε μία στιγμή να δω τι γινόταν πίσω μου, γεμάτος σκέψεις που μου προκαλούσαν θλίψη.
Με το αγόρι δεν ξαναδιασταυρώθηκα έκτοτε. Ούτε έμαθα ποτέ τι απόγινε. Αλλά η σκηνή με τα πιτσιρίκια μου έμεινε αξέχαστη. Και μου προκαλούσε ένα δυσάρεστο συναίσθημα κάθε φορά που την ανακαλούσα στη μνήμη μου.