Την άνοιξη του 1969, ένα υπόγειο διαμέρισμα επί της οδού Σκουφά 11 αποτέλεσε για περισσότερο από έναν μήνα το ορμητήριο των πρώτων και πιο «παραγωγικών» μέχρι σήμερα –με έξι θύματα– serial killers στην Ελλάδα, που με τη δράση τους μετέβαλαν οριστικά τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την έννοια του εγκλήματος.
Το Κολωνάκι, αυτή η εμβληματική, αρχιτεκτονικά συναρπαστική, αλλά «παρεξηγημένη» συνοικία του αθηναϊκού κέντρου, «τέμνεται» εγκάρσια από δύο οδούς: τη Σκουφά και την Πατριάρχου Ιωακείμ. Ειδικότερα, η οδός Σκουφά (που συνδέει τη συνοικία με την Νεάπολη και, ως οδός Ναυαρίνου, με τα Εξάρχεια) αποτελεί ένα ζωντανό αρχιτεκτονικό μουσείο του Μεσοπολέμου. Παράλληλα, εγγράφεται στην ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, καθώς στο πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή Έγκλημα στο Κολωνάκι (1953), ο φόνος διαπράττεται σε διαμέρισμα της οδού Σκουφά 10Ε ― αρίθμηση ανύπαρκτη, υπάρχει μόνο Σκουφά 10. Ωστόσο, συνδέεται οργανικά και με την εγχώρια εγκληματολογική ιστορία, αφού στην πολυκατοικία της δεκαετίας του 1960 στον αριθμό 11 (ακριβώς απέναντι από τον αριθμό 10), όπου στεγάζεται υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, έζησαν για περισσότερο από έναν μήνα, την άνοιξη του 1969, οι πρώτοι κατά συρροή δολοφόνοι στα ελληνικά ποινικά χρονικά: οι 31χρονοι Γερμανοί Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ.
Ο Ντουφτ, υδραυλικός στο επάγγελμα, ήταν ομοφυλόφιλος, είχε πλούσιο ποινικό παρελθόν και διατύπωνε ναζιστικές απόψεις, ενώ παλιότερα είχε υπηρετήσει στη «Λεγεώνα των Ξένων» στην Αλγερία. Ο Μπασενάουερ, επίσης υδραυλικός, ήταν έγγαμος ‒με τη σύζυγό του βρισκόταν σε διάσταση‒ και πατέρας τριών παιδιών. Ήρθαν στην Ελλάδα στις 17 Φεβρουαρίου με μία Mercedes, με την οποία μετέφεραν και όλο τον οπλισμό τους. Εμφανίστηκαν ως τουρίστες, ενώ ο Μπασενάουερ παρουσιάστηκε και ως υποψήφιος αρραβωνιαστικός νεαρής Ελληνίδας. Αρχικά διέμειναν σε ξενοδοχεία της Αθήνας και της Βουλιαγμένης, προτού νοικιάσουν ένα μικρό υπόγειο διαμέρισμα στην οδό Σκουφά 11.
Τα ξημερώματα της 6ης Μαρτίου 1969, επιτέθηκαν σε πρατήριο καυσίμων κοντά στη Θήβα και, αφού έκλεψαν το ταμείο, ο Ντουφτ πυροβόλησε με καραμπίνα και στη συνέχεια μαχαίρωσε τους υπαλλήλους του πρατηρίου Νίκο Καναρή και Τάσο Γκιζίνο, καθώς και το στρατιώτη Κώστα Κούλη που βρισκόταν τυχαία στο σημείο. Οι Καναρής και Κούλης πέθαναν ακαριαία, ενώ ο σοβαρά τραυματισμένος Γκιζίνος κατάφερε να ειδοποιήσει τη χωροφυλακή.
Τη νύχτα της 13ης Μαρτίου παραβίασαν βίλα της Βούλας, την ώρα που απουσίαζε ο ένοικός της, Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας Παντελής Αθηναίος. Καθώς δεν βρήκαν χρήματα ή τιμαλφή, αποφάσισαν να περιμένουν την άφιξη του ίδιου. Όταν αυτός επέστρεψε ανυποψίαστος, ο οπλισμένος Ντουφτ τον οδήγησε στην κουζίνα, όπου ο Μπασενάουερ τον δολοφόνησε χτυπώντας τον στο κεφάλι με ένα ξύλο. Από το πτώμα του αφαίρεσαν χρήματα και ένα δακτυλίδι, το οποίο πούλησαν αργότερα σε σύντομο ταξίδι τους στη Γερμανία.
Το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας 7 Απριλίου ζήτησαν από τον οδηγό ταξί Γιάννη Φραγκιαδάκη να τους μεταφέρει από την περιοχή του Χίλτον στη Βουλιαγμένη. Στο Καβούρι και υπό την απειλή όπλου τον οδήγησαν σε ερημικό χωματόδρομο και τον μαχαίρωσαν και οι δύο στην πλάτη. Πήραν τις λιγοστές εισπράξεις του θύματος και με το ταξί επέστρεψαν στην Αθήνα.
Μόλις δύο μέρες μετά, το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης 9 Απριλίου, δολοφόνησαν τον Γιάννη Τσουτσάνη, νυχτερινό υπάλληλο σε πρατήριο βενζίνης της εθνικής οδού (Σχηματάρι), αφού άδειασαν το ταμείο από τις εισπράξεις.
Μετά τον τελευταίο φόνο, η κινητοποίηση της αστυνομίας εντάθηκε. Προκειμένου να αποπροσανατολίσουν τις έρευνες, τη Μεγάλη Παρασκευή 11 Απριλίου, οι δύο Γερμανοί αποφάσισαν να ταξιδέψουν για λίγες ημέρες στην Ολυμπία. Όμως ένα μικρό ατύχημα τους υποχρέωσε να πάρουν το δρόμο της επιστροφής στην Αθήνα. Στο ύψος της Κινέτας διασταυρώθηκαν τυχαία με το αυτοκίνητο του Γιώργου Παπαγεωργίου, Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία. Προσποιούμενοι ότι η Mercedes υπέστη βλάβη, ζήτησαν τη βοήθεια του Παπαγεωργίου. Μόλις αυτός έσκυψε πάνω από τη μηχανή για να την ελέγξει, ο Μπασενάουερ τον πυροβόλησε θανάσιμα με την καραμπίνα. Έθαψαν πρόχειρα το πτώμα σε περιοχή κοντά στην Πάτρα και μετά επέστρεψαν στην Αθήνα.
Η σύλληψή τους έγινε τυχαία την επόμενη μέρα — ο Μπασενάουερ συνελήφθη στο διαμέρισμα της οδού Σκουφά. Αμέσως μετά, οι αρχές της δικτατορίας, που έως τότε απαγόρευαν την αναγραφή κάθε σχετικής είδησης, γνωστοποίησαν όλες τις λεπτομέρειες της δράσης των Ντουφτ και Μπασενάουερ, που άφησαν εμβρόντητη την ελληνική κοινή γνώμη.
Παρά τις πιέσεις της γερμανικής πρεσβείας να εκδοθούν στη Γερμανία, η ελληνική χούντα, επιδιώκοντας να επιδείξει πυγμή, όρισε τη δίκη τους σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στις 23 Ιουλίου, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών τους καταδίκασε σε θάνατο. Εκτελέστηκαν και οι δύο στις 15 Δεκεμβρίου 1969: ο Ντουφτ στην Κέρκυρα και ο Μπασενάουερ στην Αίγινα.