Μια περιήγηση σε τόπους της Αθήνας, όπου τα ανθρώπινα πάθη και η Ιστορία διασταυρώθηκαν με τη βία και τον θάνατο. Μια καταγραφή των σκοτεινών πλευρών της αθηναϊκής πατριδογνωσίας, απ’ όπου αναβλύζει η απωθημένη αστεακή «μνήμη του αίματος».
Ο ιστορικός δρόμος της Αθήνας που ξεκινά από τη νοτιοδυτική πλευρά της πλατείας Συντάγματος και εκβάλλει στη λεωφόρο Αμαλίας, αποτέλεσε κατά την περίοδο του μεσοπολέμου το πεδίο διάπραξης δύο εγκλημάτων τα οποία συγκλόνισαν την κοινή γνώμη της εποχής.
Η οδός Φιλελλήνων διανοίχτηκε την περίοδο 1858-1860 και «διακοσμήθηκε» με μερικά από τα ωραιότερα κτήρια της πόλης, αρκετά από τα οποία στέκουν ακόμα. Κατά περιόδους, στον δρόμο αυτόν έζησαν σημαντικοί λογοτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904).
Το σπίτι όπου κατοικούσε έως μερικά χρόνια πριν από τον θάνατό του βρισκόταν στη συμβολή των οδών Φιλελλήνων 16 και Ναυάρχου Νικοδήμου, απέναντι από την Ρωσική Εκκλησία (ή Σωτείρα Λυκοδήμου ή Αγία Τριάδα), τον μεγαλύτερο σωζόμενο βυζαντινό ναό της πόλης (11ου αιώνα). Το 1958 στη θέση του τριώροφου νεοκλασικού ανεγέρθηκε το ξενοδοχείο «Olympic Palace» σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιάσωνα Ρίζου, που σήμερα λειτουργεί (ανακαινισμένο) ως «New Hotel».
Στο σπίτι αυτό, το βράδυ της 11ης Ιουλίου 1923 πυροβολήθηκε με πιστόλι μπράουνινγκ ο 17χρονος Γιάννης Καλομοίρης, γιος του συνθέτη Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962). Στο διαμέρισμα κατοικούσε η 29χρονη γαλλόφωνη Βελγίδα Μαργαρίτα Ουαλλόν και ο Περικλής Τριανταφύλλου, με τον οποίο είχε δεσμό. Ο Καλομοίρης μεταφέρθηκε στο Δημοτικό Νοσοκομείο (σήμερα Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, στην οδό Ακαδημίας), όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Η Ουαλλόν συνελήφθη με την κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης, καθώς η ιατροδικαστική έκθεση βεβαίωνε ότι το θύμα «επυροβολήθη εκ των νώτων […] και συνεπώς εδολοφονήθη». Η αστυνομία εκτίμησε ότι η Ουαλλόν, που παρέδιδε μαθήματα γαλλικών στο θύμα καθώς αυτή και ο Τριανταφύλλου διατηρούσαν φιλική σχέση με το ζεύγος Καλομοίρη, είχε «ξεμυαλίσει» στον 17χρονο Γιάννη και όταν αυτός ζήτησε να διακόψουν, εκείνη απελπισμένη τον πυροβόλησε με το όπλο του μόνιμου εραστή της («βετεράνου» του μικρασιατικού μετώπου).
Η ίδια υποστήριξε ότι ο Γιάννης ήταν ερωτευμένος μαζί της και ισχυριζόταν ψευδώς πως την είχε ερωμένη. Όταν εκείνη αποπειράθηκε να τον «βάλει στη θέση του», ο Γιάννης πήρε το όπλο και απείλησε πως θα την σκότωνε και κατόπιν θα αυτοκτονούσε. Η Ουαλλόν επιχείρησε να του αποσπάσει το μπράουνινγκ και ακολούθησε πάλη, κατά την οποία το όπλο εκπυρσοκρότησε τραυματίζοντας θανάσιμα τον 17χρονο. Την εκδοχή της επιβεβαίωσε μια δεύτερη -ακριβέστερη- ιατροδικαστική έκθεση, που ανέφερε ότι «ο παθών εβλήθη εξ επαφής από το μέρος του αριστερού βραχίονος», δηλαδή από μπροστά.
Από την αρχή, η υπόθεση προκάλεσε τεράστιο κοινωνικό ενδιαφέρον και απασχόλησε εκτενώς τον ελληνικό αλλά και τον γαλλόφωνο (λόγω της υπηκοότητας της Ουαλλόν) Τύπο, με την κοινή γνώμη να διχάζεται ανάμεσα σε «καλομοιρικούς» και «ουαλλονικούς».
Η δίκη διεξήχθη το διάστημα 20-29 Οκτωβρίου 1924 στην κατάμεστη αίθουσα του Κακουργιοδικείου Αθηνών, με μεγάλο μέρος της να επικεντρώνεται στον «ελευθεριάζοντα» για τα ήθη της εποχής τρόπο ζωής της κατηγορούμενης (συζούσε χωρίς να είναι παντρεμένη). Τελικά, οι ένορκοι αποφάνθηκαν ότι δεν είχε σκοτώσει τον νεαρό Καλομοίρη και το δικαστήριο την κήρυξε αθώα, απόφαση που αναζωπύρωσε τις συζητήσεις σχετικά με την υπόθεση.
Λίγο καιρό αργότερα, η Ουαλλόν επέστεψε στην πατρίδα της (παραμένει άγνωστο αν την ακολούθησε ο Τριανταφύλλου), ενώ ήδη από το 1924 είχε κυκλοφορήσει το («παθητικό») τανγκό «Η γυναίκα που σκοτώνει» (μουσική-στίχοι: Θέμης Νάλτσας), που θεωρήθηκε ότι αναφερόταν στην πολύκροτη αυτή υπόθεση. Επιπλέον, σύμφωνα με μεταγενέστερη μαρτυρία της εγγονής του Καλομοίρη, Χαράς, στον γράφοντα, ο μουσικοσυνθέτης δεν ξαναμίλησε έκτοτε για την υπόθεση, ενώ όταν ένας δημοσιογράφος αναζήτησε σχετικά στοιχεία τη δεκαετία του 1950 τον πλήρωσε προκειμένου να μην «ξαναζωντανέψει το γεγονός».
Το 1929, η περιοχή έγινε ξανά σκηνικό εγκλήματος, αυτή τη φορά έξω από το Υπουργείο Γεωργίας που στεγαζόταν στο Μέγαρο Γερούση, στη συμβολή των οδών Φιλελλήνων 10 και Ξενοφώντος.
Το κτήριο είχε ανεγερθεί το 1918 για την ασφαλιστική εταιρεία «Ανατολή» (ιδιοκτησίας Σωτήριου Γερούση) και κατεδαφίστηκε τον Οκτώβριο του 1968 (σήμερα εκεί υπάρχει κτήριο γραφείων τραπεζικού ομίλου). Στις 2 το μεσημέρι της 17ης Σεπτεμβρίου, ο πρώην δασοφύλακας, Παναγιώτης Μαρίνος, πυροβόλησε θανάσιμα δύο διευθυντές του υπουργείου, επειδή τους θεωρούσε υπεύθυνους για την απόλυσή του από το Δασαρχείο Κηφισιάς.
Καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη, τα ξημερώματα της 18ης Απριλίου 1936 σκοτώθηκε από αστυνομικά πυρά στις φυλακές Συγγρού, κατά τη διάρκεια επιχείρησης για την απελευθέρωση του βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος και δικηγόρου του, Λάμπρου Ευταξία, που ο Μαρίνος κρατούσε όμηρο επί 14 ώρες απαιτώντας να του αποδοθεί χάρη.
Ο Γιάννης Ράγκος (1966) είναι ανεξάρτητος (freelance) δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίες εκδόσεις του: το αστυνομικό μυθιστόρημα «Μυρίζει αίμα» (Καστανιώτης, 2019) και το κόμικ «Ληστές» (Polaris, 2020) σε σενάριο δικό του και σχέδια Γιώργου Γούση.