Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν τόπο μακρινό, ήταν ένας μύλος.
Ο μυλωνάς που τον δούλευε μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων, σηκώνεται τη νύχτα ανήμερα της γιορτής να ψήσει τη γουρουνοπούλα του. Την είχε ετοιμάσει από το βράδυ, την αλάτισε, την σούβλισε, άναψε τη φωτιά και κάθισε και την γύρναγε. Ξαφνικά, μπροστά του παρουσιάζεται ένας λυκοκάντζαρος. Είχε τρυπώσει τούτος από την τρύπα του νερού μέσα στον μύλο και είχε σιμώσει στη φωτιά. Κράταγε στο χέρι του μια βεργίτσα κι είχε πάνω της μπηγμένο ένα βατράχι. Σαν τον είδε ο μυλωνάς τα χρειάστηκε, γιατί τούτα τα συναπαντήματα δεν έβγαιναν σε καλό κανενός ανθρώπου. «Πώς σε λένε μπάλμπα;» του λέει στα ψευδά ο λυκοκάντζαρος. Ο μυλωνάς του αποκρίνεται: «Ατός μου, με λένε!». «Α! Ωλαίο όνομα έχεις! Δε μου αλείφεις κι εμένα λίγο;», του λέει το παγανό. Και πριν προλάβει ν’ αποκριθεί ο άνθρωπος, σιμώνει στη γουρουνοπούλα κι αρχίζει να ζυγώνει το βατράχι του πάνω στο ψητό, να το αλείφει με το λίπος του κι ύστερα να το γλείφει… Του έλεγε κιόλας: «Άντε, μπάλμπα! Άλειφ’ το κι εμένα!», κι έκανε όλο τα ίδια και τα ίδια. Ακουμπούσε τη βεργίτσα του πάνω στη γουρουνοπούλα, άλειφε το βατράχι του κι ύστερα το έγλειφε κι ευχαριστιόταν.
Ο μυλωνάς έκανε υπομονή, μα σα κόντευε να ψηθεί για τα καλά η γουρουνοπούλα του, την σηκώνει απ’ τη φωτιά με τη σούβλα και «παφ!» του δίνει μια στα μούτρα και τον ζεμάτισε. Τότε ο λυκοκάντζαρος βάζει τις φωνές απ’ τον πόνο: «Αχ, αχ! Τλεχάτε αδέλφια! Κάηκα, αδέλφια! Θώθτε με, αδέλφια! Τλεχάτε!». Μέχρι όμως να φανούν οι άλλοι λυκοκάντζαροι, τα αδέρφια του ζεματισμένου, προλαβαίνει ο μυλωνάς, έτσι όπως ούρλιαζε το παγανό από τον πόνο, να φορτώσει τη γουρουνοπούλα του μαζί με δυο τσουβάλια στο μουλάρι του. Τα έκανε δυο φορτώματα, δεξιά και ζερβά στη ράχη του μουλαριού, βάζει και τη γουρουνοπούλα και κουκουλώνεται καλά στη μέση μ’ ένα σκέπασμα. Χτυπά και το μουλάρι κι αυτό κίνησε μονάχο του στον δρόμο του μονοπατιού που γνώριζε καλά.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι υπόλοιποι λυκοκάντζαροι βάλανε στη μέση το καμένο τους αδέρφι κι άρχισαν να το ρωτούνε, γιατί έβαλε τις φωνές και τους αναστάτωσε: «Γιατί φωνάζεις βλε; Ποιοθ, θ’ έκαπθε;». Ο ζεματισμένος αποκρίνεται: «Ο Ατός μου, μ’ έκαπθε! Ο Ατός μου μ’ έκαπθε!». «Βλε, εθύ! Τι λεθ; Πώθ γίνηκε και κάηκεθ μοναχόθ θου; Μήπωθ ήθουνα θτραβόθ ή μήπωθ ήθουνα μεθυθμένοθ και πέραθες πάνω απ’ τη θράκα και κάηκεθ;», του λέγανε. «Όχι, θαθ λέω, όχι! Δεν κάηκα ατός μου αλλά μ’ έκαπθε ο Ατός μου!». «Βλε, τι παλαβομάρεθ μας λεθ; Μήπωθ είθαι μεθυθμένοθ;», απαντούσαν οι άλλοι. Και βάζουν τα γέλια κι αρχίζουν τα χωρατά και τα πειράγματα στο αδέρφι τους που έλεγε χαζομάρες μέσα στη νύχτα. Μα ο λυκοκάντζαρος που είχε πάθει χουνέρι από τον μυλωνά, τους είπε με τα πολλά πως ο Ατός του που τον είχε κάψει ήταν ο μπαρμπα μυλωνάς, που είχε αρπάξει στα γρήγορα και τη γουρουνοπούλα και, αφού τον ξεγέλασε, το είχε σκάσει προς το χωριό. «Τλεχάτε, να τον πλοφτάσουμε τον κελατά!», τους φωνάζει. Στη στιγμή, οι λυκοκάντζαροι τρέχουν μέσα στο μονοπάτι και σε μια στροφή φτάνουν το μουλάρι του μυλωνά. Αρχίζουν να κοιτάζουν από ‘δω κι από ‘κει, μα δεν βλέπουν τίποτα. Ο κακομοίρης ο μυλωνάς, να είναι κρυμμένος κάτω από το σκέπασμα, ν’ ακούει τη φασαρία, να μην μπορεί να κάνει τίποτα και να τρέμει το φυλλοκάρδι του, μήπως τραβήξει κανένα παγανό το σκέπασμα και τον φανερώσουν! «Είναι κλυμμένος θτο μύλο! Πάμε κθανά αδέλφια μη μαθ γλιτώθει!», φωνάζει ένας λυκοκάντζαρος και αρχίζουν να τρέχουν πάλι κατά τον μύλο, μέσα σε φωνές και βρισιές και μαλώματα μεταξύ τους. Φτάνουν στον μύλο, κοιτάζουν από ‘δω, ψάχνουν από ‘κει, κάνουν τον τόπο άνω-κάτω, μα δεν βρίσκουν κανένα! «Βλε τον άτιμο. Στο μουλάλι του είναι κλυμμένος και μαθ γέλαθε! Τλεχατε να τον πλολάβουμε μη μαθ κθεφύγει!», φωνάζουν ξανά και τρέχουν μέσα στο μονοπάτι να προλάβουν το μουλάρι, που στο μεταξύ είχε προχωρήσει πολύ. Σαν το φτάνουν αρχίζουν ξανά το ψάξιμο, ζερβά-δεξιά μα δεν τον βρίσκουν. Για καλή τύχη του μυλωνά κανένα παγανό δεν σκέφτηκε να τραβήξει το σκέπασμα, να γίνει το κακό. Να μην τα πολυλογούμε, οι λυκοκάντζαροι, μέχρι να φτάσει ο μυλωνάς στο χωριό του, πήγανε στον μύλο κι ήρθαν ξανά στο μουλάρι τρεις-τέσσερις φορές. Η ώρα είχε περάσει, ο άνθρωπος αναθάρρησε. Είχε ξεκουκουλωθεί σαν σίμωσε στα πρώτα σπίτια. Τα παγανά έρχονταν κατά πάνω του με μάνητα για το νυχτερινό χουνέρι κι ούρλιαζαν απ’ το κακό τους. Ο μυλωνάς έβαλε τις φωνές, οι συγχωριανοί πετάχτηκαν με τα δαυλιά στα χέρια, λάλησαν και τα πρώτα κοκόρια και τα παγανά εξαφανίστηκαν μέσα σε φόβο μεγάλο. Ο μυλωνάς βρέθηκε με τους δικούς του, ανιστορώντας τα παθήματά του εκείνες τις γιορτές…