Η ζωή έχει έναν πλούτο τέτοιο που οι αφηγήσεις αδυνατούν να συμπεριλάβουν. Ειδικά όταν οι αφηγητές είναι εξαιρετικά στενόμυαλοι, μονόχνωτοι και προβληματικοί. Όταν η ζωή περιγελά λοιπόν τους αφηγητές, η αμηχανία τους είναι έκδηλη.
Τέτοια αμηχανία χαρίζει ο κος Αντετοκούνμπο. Σε όλους αυτούς που χρόνια τώρα μιλούν για πιθήκους, για μαυρίλα, για ξένους που αμαυρώνουν (!) την ελληνικότητα. Που κάνουν σαματά για την ιθαγένεια, για το ελληνικό DNA και άλλα τόσα νεοελληνικά και αμόρφωτα κατασκευάσματα. Το να βλέπουν τον «πίθηκα» να οδηγεί την εθνική ομάδα σε νίκες, να είναι σεμνός και ταπεινός, να βοηθάει κόσμο και άλλα τόσα τους χαλάει την αφήγηση του μιαρού εγκληματία.
Τέτοια όμως αμηχανία χαρίζει και σε άλλους βλέποντάς τον να μιλάει με τέτοιο τρόπο για τη χώρα στην οποία μεγάλωσε, να κρατάει τη γαλανόλευκη, να αισθάνεται ένας από ʼμάς (Ποιους εμάς;… Τους Έλληνες). Γιατί έχουν ταυτίσει τη σημαία με το φασισμορατσισμό, έχουν καταγγείλει άπειρες φορές τον Έλληνα για ρατσιστή από κούνια. Ο μετανάστης που καίει την ελληνική σημαία είναι «αδελφός», ο μετανάστης όμως που κρατά την ελληνική σημαία, δε χωράει στο αφήγημα.
Ξανά! Η ζωή είναι πιο πλούσια, ή όπως έλεγαν παλιά κάποιοι ξεχασμένοι «το φαινόμενο είναι πιο πλούσιο από το νόμο».
Το σαράκι της αφήγησης, να επιλέγω δηλαδή πλευρές της πραγματικότητας, να τις βάζω σε μια σειρά και αυτάρεσκα να νιώθω δικαιωμένος, εκτός από ατελέσφορο είναι και επικίνδυνο.
Ο κος Αντετοκούνμπο μας προσφέρει κάτι πολύ παραπάνω από τρίποντα, νίκες και δανεική υπερηφάνεια.