Έλα, παραδέξου το. Σίγουρα έχεις σιχτιρήσει από μέσα σου κάποιον από αυτούς τους συν-πολίτες σου. Ή ακόμα, μπορεί να είσαι κι εσύ ένας απ’ αυτούς!
Η χρονιά που πέρασε ήταν δύσκολη από πολλές απόψεις — και όταν λέω από πολλές απόψεις το εννοώ κυριολεκτικά. Δεν μας φτάνανε οι αντικειμενικές δυσκολίες λόγω κόβιντ, πήξαμε και στις αποψάρες του καθενός σχετικά με το ζήτημα. Όλα αυτά, λοιπόν, μας φτάσανε σε σημείο να θέλουμε επειγόντως μια μικρότερη ή μεγαλύτερη καλοκαιρινή απόδραση. Και η καλύτερη συνθήκη για να νιώσεις καλοκαιράκι, είναι η θάλασσα.
Οι υψηλές θερμοκρασίες, ήδη από τον Μάιο, βοηθήσανε σε αυτό κι έτσι είπα κι εγώ να ξεκινήσω τα μπανάκια μου. Αυτές οι διαδρομές που ξεκινάνε μέσα από την πόλη για να καταλήξουνε λίγο πιο έξω απ’ αυτήν. Ποτέ δεν ήμουνα λάτρης αυτών των μίνι αποδράσεων για θάλασσα, αλλά είπαμε, ο εγκλεισμός μας έκανε να θέλουμε απεγνωσμένα να βιώσουμε αυτήν την ανεμελιά που προσφέρει το καλοκαίρι μια ώρα αρχύτερα. Αμ δε!
Φτάνω στην παραλία και η κατάσταση που επικρατεί είναι λίγο χειρότερη από συναυλία μέταλ συγκροτήματος στο terra vibe, τις καλές τις εποχές. Δεν πέφτει καρφίτσα στην παραλία. Η ακτή έχει μετατραπεί σε ένα patchwork από δερματί χρώμα και μπαλώματα όλων των χρωματικών συνδυασμών που μπορεί να φανταστεί κανείς. To γεγονός ότι ο κόσμος είναι τόσος πολύς, κάπως θα μπορούσε να ξεπεραστεί, εάν δεν συνοδευόταν από όλες αυτές τις αποκαρδιωτικές συμπεριφορές των ανθρωποειδών. «Τι να φταίει, τι να φταίει που δεν πήγαμε μπροστά;», που λέει και το τραγούδι.
Κάθομαι όρθια στην πίσω πλευρά της παραλίας, μπροστά μου απλώνεται ο ορυμαγδός και, προτού να αρχίσει να λιώνει το κεφάλι μου από τους πολλούς πάνω από το μηδέν βαθμούς κελσίου, προλαβαίνω να σκεφτώ τι να είναι όντως αυτό που μπορεί να φταίει γι’ αυτήν την κατάσταση.
Πρώτα απ’ όλα, λέω, μπορεί να είναι ότι κανείς μας δεν είναι ακόμη προετοιμασμένος για το καλοκαίρι και δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί. Μετά σκέφτομαι ότι έπειτα από έναν χρόνο καραντίνας είναι λογικό να συμπεριφερόμαστε λίγο σαν ζωάκια που για πρώτη φορά βλέπουν το φως της μέρας. Σιγά-σιγά, όμως, και καθώς ένα μπαλάκι από ρακέτες κατευθύνεται με μανία καταπάνω μου, σκέφτομαι ότι μάλλον δεν πρέπει να είμαι τόσο ελαστική με το είδος μας, μα ούτε και τόσο αυστηρή με τα ζωάκια, τα οποία μια χαρά την έχουν βρει την άκρη τους — όσα τουλάχιστον δεν έχουμε κάνει σαν τα μούτρα μας.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ούτε οι καραντίνες, ούτε τα άγχη, ούτε τίποτα. Ό,τι σόι άνθρωπος είσαι, έτσι θα μπεις μέσα στην κάθε κατάσταση και κάπως έτσι θα βγεις κιόλας. Αν, δηλαδή, θεωρείς ότι το καλύτερο που έχεις να κάνεις σε μία παραλία είναι να κουβαλήσεις και τα πέντε –μα πέντε!– σκυλιά σου, τα οποία τρέχουν σαν παλαβά αριστερά και δεξιά καταστρέφοντας ό,τι βρουν στο πέρασμά τους, αν θεωρείς ότι το να βάλεις στη διαπασών τη μουσική από το σούπερ bluetooth ηχείο σου σε κάνει πολύ κουλ, αν θεωρείς ότι είναι καλή σκέψη το να κουβαλήσεις μαζί σου το μισό σου νοικοκυριό, πιάνοντας δέκα στρέμματα γης στην καθισία σου, αν είσαι από τους γονείς που το μόνο που γνωρίζουν από παιδαγωγική μέθοδο είναι το ξεφωνητό και μετά η τιμωρία, που προφανώς καταλήγει σε υστερικό κλάμα του παιδιού, αν θεωρείς ότι σωστός γκόμενος είσαι μόνο εάν η φωνή σου μπορεί να ακουστεί μέχρι το τελευταίο ψαράκι του βυθού για να τραβήξεις την προσοχή και εάν το καλύτερο παιχνίδι που μπορείς να παίξεις σε μία τιγκαρισμένη παραλία είναι οι ρακέτες με το μπαλάκι να εκσφενδονίζεται προς πάσα κατεύθυνση και κεφαλή, ε τότε φίλε μου δεν σου φταίει καμία καραντίνα. Τέτοιος ήσουνα και πριν, σε έχω δει σε πολλές παραλίες που προσπάθησα να αποφύγω αλλά δεν μπόρεσα, και τέτοιος θα είσαι πάντα.
Δυστυχώς, η επαφή με τη φύση από μόνη της αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να βοηθήσει στον κατευνασμό ορισμένων ηλίθιων ενστίκτων και συμπεριφορών, που κατά βάση έχουνε να κάνουνε με τον σεβασμό προς τους ανθρώπους που υπάρχουν δίπλα μας.
Συμπέρασμα: όταν η ζέστη είναι ανυπόφορη, ο ανυπόφορος απλά γίνεται ακόμη πιο ανυπόφορος.
Αίτημα: παραλίες καθαρές από ανυπόφορους. Α! Και από φασίστες.