Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό, σαν μαζεύτηκαν όλα τα λιοντάρια μαζί, άρχισαν να κουβεντιάζουν μεταξύ τους, αν υπάρχει κάποιο ζώο που να μπορεί η δύναμη του να συγκριθεί μ’ αυτή των λιονταριών.
Πολλά λιοντάρια μίλησαν κι όλος ο τόπος αντήχησε από τις φωνές τούτων των θεριών. Κάποια λέγανε: «Ποιος μπορεί να συγκριθεί μαζί μας; Εμείς μ’ ένα χτύπημα του ποδιού μας κομματιάζουμε το καύκαλο του βοδιού και του βουβαλιού!». Κάποια άλλα πετάγονταν: «Και τότε; Τι κουβεντιάζουμε άδικα, όπως κάνουν οι άνθρωποι; Αφού όλοι το λένε πως το λιοντάρι είναι ο βασιλιάς των ζώων;».
Τότε, λένε, μίλησε ένα γέρικο λιοντάρι που όλοι το σέβονταν: «Όλα όσα ακούστηκαν είναι αλήθεια! Κανένα ζώο δεν μπορεί να τα βάλει μαζί μας και για τη δύναμή μας δεν λένε άδικα πως το λιοντάρι είναι ο βασιλιάς των ζώων. Όμως μην ξεχνάμε πως είμαστε βασιλιάδες στα πλάσματα που έχουν τέσσερα ποδάρια. Υπάρχει όμως ένα πλάσμα με δυο ποδάρια, που είναι πιο πονηρό κι απ’ την ίδια την αλεπού και δυνατότερο από το λιοντάρι. Ποιος από μας δεν συνάντησε στη ζωή του τούτο το θηρίο; Το μπόι του είναι μικρό κι η δύναμή του τέτοια που ούτε να μιλήσει κανένας γι’ αυτήν δεν αξίζει, αν την βάλει απέναντι στη δύναμη του ταύρου, του ελέφαντα, της τίγρης και του λιονταριού. Κι όμως κανένα άλλο πλάσμα δεν φοβήθηκα του λόγου μου όσο ο άνθρωπος. Δεν θα μιλήσω μήτε για τις παγίδες που μηχανεύεται, μήτε για τα όπλα που κουβαλά. Αλλά το μυαλό του είναι πιο δυνατό απ’ τη δύναμη των λιονταριών και ξεπερνά τη σκληράδα των υαινών. Αυτός κατάφερε να μερώσει τα πιο άγρια από τα θηρία και να νικήσει την ίδια τη φύση. Μην σας ξεγελά που φαίνεται αδύναμος, εκεί κρύβεται η δύναμή του…».
Τότε πετάγεται ένα λιοντάρι νέο στα χρόνια και λέει: «Γέροντα, θαρρώ πως τα χρόνια που κουβαλάς στην πλάτη σου, νίκησαν τη δύναμή σου. Εγώ δεν παραδέχομαι πως ο άνθρωπος μπορεί να είναι δυνατότερος από μας. Θα πάω λοιπόν να βρω έναν τέτοιο και θα του δείξω πως από μας τα λιοντάρια δεν υπάρχει κανένας πιο δυνατός!». Και δίχως να περιμένει απόκριση άφησε τη μάζωξη των λιονταριών και πήγε να βρει έναν άνθρωπο.
Όλα έτρεμαν στο πέρασμά του θεριού. Ξαφνικά ακούει από μακριά ένα σίδερο που χτυπούσε σε ξύλο. Ορθώνει τ’ αυτιά του και ακούει καλύτερα το σίδερο «γκαπ! γκαπ! γκαπ!» να χτυπά χωρίς σταματημό. Τραβά κατά τη φασαρία και βρίσκεται μπροστά σ’ έναν ξυλοκόπο που μ’ ένα τσεκούρι έσχιζε τον κορμό ενός δέντρου. Ο ξυλοκόπος ταράχτηκε για λίγο σαν είδε να τον σιμώνει το θεριό, αλλά συνέχισε να χτυπά με μεγαλύτερη δύναμη τον κορμό.
Το λιοντάρι σαν είδε τον άνθρωπο ατάραχο μπροστά του θύμωσε και τον ρωτά: «Τι ζώο είσαι εσύ;», «είμαι άνθρωπος!», του αποκρίνεται ο ξυλοκόπος. «Και είσαι δυνατός;», ρωτά ξανά το θηρίο. «Είμαι του λόγου μου, κάμποσο…», λέει ο άνθρωπος. «Μπορείς να νικήσεις και λιοντάρι;», ρωτά το θηρίο ξανά. «Άμα χρειαστεί, μπορώ!», αποκρίνεται ο ξυλοκόπος. «Και πού την κρύβεις τη δύναμή σου;», ρωτά πάλι το λιοντάρι. «Την κρύβω στο μυαλό μου», λέει ο άνθρωπος. «Μπορείς με το μυαλό σου να νικήσεις ακόμα και λιοντάρι;», ρωτά το θηρίο. «Και βέβαια, μπορώ!», αποκρίνεται ο ξυλοκόπος. «Θέλω τώρα, να μου δείξεις τη δύναμή σου! Έλα να παλέψουμε!», του φωνάζει το θηρίο. Ο άνθρωπος τότε του λέει: «Να σου τη δείξω, μα θα περιμένεις να τελειώσω τη δουλειά μου πρώτα. Δε με βοηθάς λιγάκι να τελειώσω γρηγορότερα; Βάλε τα μπροστινά σου τα ποδάρια μέσα στη σχισμή του κορμού εδώ πέρα, να σκίσουμε το ξύλο κι ύστερα παλεύουμε…».
Το λιοντάρι, δίχως να χάσει καιρό, χώνει τα μπροστινά του τα ποδάρια στη σχισμή του ξύλου. Ο ξυλοκόπος τραβά το τσεκούρι απ’ τη σχισμή και τα πόδια του θηρίου στη στιγμή βρίσκονται παγιδευμένα πάνω στον κορμό. Έκανε να τραβηχτεί το λιοντάρι από εδώ, έκανε να τραβηχτεί από κει, δεν κατάφερε τίποτα. Ο ξυλοκόπος σηκώνει τότε το τσεκούρι του και λέει του λιονταριού: «Τώρα, τι λες; Μπορώ να σε σκοτώσω μ’ ένα μόνο χτύπημα; Δεν είναι ο άνθρωπος πιο δυνατός απ’ το λιοντάρι;». Το λιοντάρι τα χρειάστηκε και παραδέχτηκε τη δύναμη του ανθρώπου.
Τότε ο ξυλοκόπος δίνει μια με το τσεκούρι του στη σχισμή, την ανοίγει, λευτερώνει τα ποδάρια του λιονταριού κι αυτό χάθηκε μέσα στο δάσος και δεν ξαναπήγε κοντά σε άνθρωπο!