Έφυγαν. Μας λείπουν; Τους λείπουμε; Ποιος ξέρει; Θα ξανάρθουν; Μήπως πάμε και εμείς; Τι σκέφτονται; Πώς περνούν; Πώς περνάμε; Δεν ξέρουμε… Αν πας μακριά, βλέπεις καλύτερα; Ξεθωριάσματα, αναμνήσεις, πληγώματα, κριτικές. Από το «τα βρόντηξα και έφυγα» στο «ποτέ δεν σε ξέχασα». Αυτό που μας νοιάζει είναι να επικοινωνούμε.
ΓΛΙΤΣΑ ΜΑΓΙΚΗ
Όταν ήμουν μικρός –εννοώ όταν ήμουν μικρότερος– το Πάσχα συνήθιζα να πηγαίνω στο χωριό του πατέρα μου στον Κέδρο Καρδίτσας ή Χαλαμπρέζι.
Βρίσκεται στον επαρχιακό οδικό άξονα Καρδίτσας-Σμοκόβου και απέχει 23 χιλιόμετρα από την πόλη της Καρδίτσας. Το χωριό είναι χτισμένο κάτω από τη σκεπή του Κατάχλωρου και είναι γεμάτο από πλατάνια και κέδρους. Δίπλα από το χωριό ρέει ο ποταμός Ονόχωνος, από τις πηγές του οποίου δημιουργήθηκε η τεχνητή Λίμνη Σμοκόβου.
Όλα τα Πάσχα εκείνα ήταν μαγικά, σαν την γκλίτσα του θείου Γόρα (Γρηγόρη).
Το αργότερο Κυριακή των Βαΐων, τρένο από τον σταθμό Λαρίσης και Γοργοπόταμος, Λιανοκλάδι, Παλιοφάρσαλα μέχρι το Θαυμακό, όπου περίμενε πότε ο θείος και πότε ο ξάδερφος ο Κώστας.
Αλλά το έχω κάνει και δυο-τρεις φορές με αγροτικό στην καρότσα. Άνθη-Φυτά Βασίλειος Ρουσόπουλος. Νισσάν Ντάτσουν με πορτοκαλί τέντα. Μιλάμε για βαλκανιζατέρ χωρίς αμορτισέρ, που λέει και το τραγούδι…
Μια από αυτές τις φορές είχαμε πάρει και τη γιαγιά την Αμαλιό (Αμαλία) μαζί, για το μνημόσυνο του παππού του Κώστα. Η γιαγιά σε πλαστική καρέκλα πίσω πίσω στην καρότσα, να πίνει τσίπουρο και να χαιρετάει τον κόσμο. Μιλάμε για βαλκανιζατέρ για Όσκαρ!
Με τον παππού τον Κώστα δεν καταφέραμε ποτέ να ανταλλάξουμε μια κουβέντα δυστυχώς. Μόνο γλυκές ματιές και πάντα μου έδινε το τρεμάμενο χέρι του για να του το φιλήσω, όταν τον επισκεπτόμουν.
Έμενε μαζί με τη γιαγιά στα Λιόσια, στην αδερφή του πατερά μου. Μικρός ήτανε βοσκός, όπως και ο θείος ο Γόρας.
Δέχεται επίθεση από την ομάδα των βουρλάκηδων στον εμφύλιο — θα ‘τανε δεν θα ‘τανε 30 χρόνων. Κρέμασμα ανάποδα από το δέντρο και χτυπήματα με τα κοντάκια.
Τον λύνουν και τον παρατούν αιμόφυρτο.
Μετά από εφτά με δέκα χρόνια, χάνει ομιλία και καθηλώνεται σε καροτσάκι, κρεβάτι μέχρι τον θάνατό του τον χειμώνα του ’89.
Όλα τα Πάσχα, λοιπόν, ήταν μαγικά, σαν την γκλίτσα του Θείου του Γόρα, τον οποίο ακολουθούσα συνέχεια στα πρόβατα.
Πρωί-απόγευμα, πότε μαζί με τον ξάδερφο και πότε οι δυο μας. Με έβαζε να οδηγώ και το αγροτικό στα χωράφια και καμιά φορά φύσαγε και κάνα σκάρο στη φλογέρα.
«Ρε θείε», τον ρώταγα, «πού ξέρουμε πού έχουν πάει τα πρόβατα;», όταν πηγαίναμε το απόγευμα να τα μαζέψουμε και σιγά-σιγά να τα οδηγήσουμε στο μαντρί.
Κράταγε την γκλίτσα κάθετα με το δάκτυλο στην κορυφή και μου έλεγε: «Κώτσο, η γκλίτσα αυτή είναι μαγική. Θα την αφήσω και όπου πέσει, εκεί έχουν πάει τα πρόβατα».
Της έριχνε μια σπρωξιά εκεί που ήξερε ότι ήταν και εγένετο η μαγεία!
Μεγάλη Πέμπτη, στην αυλή του σπιτιού σφαζόντουσαν καμιά δεκαριά αρνιά, παραγγελίες από κόσμο του χωριού. Λουτρό αίματος, τσιγκέλια, φούσκωμα των αρνιών και γδάρσιμο λίγο με το μαχαίρι, όπου χρειάζεται, και πολύ με τη δεξιά γροθιά, που έκανε
και την κύρια δουλειά.
Στόλισμα του Επιτάφιου τη μεγάλη Παρασκευή με τον κόσμο του χωριού να τραγουδάει το σήμερα μαύρος ουρανό και έπειτα Ανάσταση, μαγειρίτσα και ηλιόλουστο Πάσχα με σούβλες, μυρωδιές, Άνοιξη…
Όλα ήταν μαγικά για να είμαι ειλικρινής, όχι μόνο η γκλίτσα του θείου του Γόρα…
Το χωριό…
…το σπίτι στο χωριό –ιδιαίτερα το παλιό πριν φτιαχτεί το καινούριο με τις ανέσεις– όπου η τουαλέτα ήταν δίπλα στο μαντρί, θέρμανση υπήρχε μόνο στην κουζίνα και στα δωμάτια τα σκεπάσματα στα κρεβάτια ζύγισαν εκατό κιλά.
Η θεία μου η Χρυσούλα με τις απίθανες πίττες που έφτιαχνε, τα ξαδέρφια μου, ο Κώστας, η Μαρίνα, η Αμαλία…
Όλους τους υπεραγαπώ, γιατί εισέπραξα απίστευτη αγάπη και πέρασα τα καλύτερα Πάσχα της ζωής μου!
Όλα μα όλα ήταν μαγικά, σαν την γκλίτσα του Γόρα.
Toυ Κώστα Παπά
Έφυγε το 2014. Από το Μενίδι και μία φαρμακοβιομηχανία βρέθηκε στο Μπαθ, οδηγός στα λεωφορεία του Μπαθ. Πολεμική ιαχή. Πίσω γοριλα.