Όταν δεκατέσσερις από τους ανεμβολίαστους νάνους του Άγιου Βασίλη αρρώστησαν με κορωνοϊό, οι εμβολιασμένοι αντικαταστάτες τους, λόγω απειρίας, δεν έφτιαχναν τις παραγγελίες για τα παιχνίδια αρκετά γρήγορα κι έτσι ο Άγιος Βασίλης άρχισε να αισθάνεται έντονα την πίεση της προεορταστικής περιόδου.
Αυξημένη ζήτηση λόγω Χριστουγέννων, μειωμένη παραγωγή λόγω πανδημίας. Εκρηκτικό μείγμα που ανεβάζει στο κόκκινο την αρτηριακή πίεση εμπόρων και προμηθευτών εορταστικών ειδών, την φορτωμένη από δουλειά προεορταστική περίοδο. Και εκτός όλων των άλλων του ιδιοτήτων, ο άι-Βασίλης, ως γνωστόν, είναι τέτοια εποχή και ο επαγγελματίας με τις περισσότερες δουλειές. Για την ακρίβεια, ο μόνος σοβαρός ανταγωνιστής που κάνει ακόμα και το Τζάμπο να τρέμει τέτοιες μέρες!
Σαν να μην έφταναν οι επαγγελματικές σκοτούρες, η κυρία Αγιοβασίλη είπε στον Άγιο Βασίλη πως η μητέρα της επρόκειτο να τους επισκεφτεί και να μείνει μαζί τους μια βδομάδα για τις γιορτές, πράγμα που άγχωσε τον Άγιο Βασίλη ακόμα περισσότερο. Ήταν γκρινιάρα και πολυλογού η πεθερά του, όλο απαιτήσεις, παρατηρήσεις και παράπονα. Στολισμένη σαν λατέρνα, ειδικά στα ρεβεγιόν. Παρά την ηλικία της, επέμενε να ντύνεται και να φέρεται σαν πιτσιρίκα. Βαθύ αβυσσαλέο ντεκολτέ, έντονο μακιγιάζ, δικτυωτές κάλτσες, κόκκινες ψιλοτάκουνες γόβες. Κόλαζε και άγιο! Όποτε την έβλεπε ο άι-Βασίλης του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι…
Μ’ αυτά και με ‘κείνα στο μυαλό του, όταν πήγε να ζέψει τα ελάφια, βρήκε ότι τρία από αυτά ήταν έτοιμα να γεννήσουν και δύο άλλα είχαν πηδήξει τον φράχτη και αλήτευαν με τους τάρανδους. Έπειτα, όταν άρχισε να φορτώνει το έλκηθρο, μία από τις πολυκαιρισμένες σανίδες ράγισε, ο σάκος με τα δώρα έπεσε κάτω και όλα τα παιχνίδια σκορπίστηκαν. Απηυδισμένος ο Άγιος Βασίλης πήγε μέσα στο σπίτι για ένα ποτήρι μηλίτη κι ένα σφηνάκι ρούμι να ξελαμπικάρει και να χαλαρώσει. Όταν όμως άνοιξε το ντουλάπι, ανακάλυψε ότι οι άτιμοι οι νάνοι είχαν πιεί όλο τον μηλίτη και είχαν βουτήξει το μπουκάλι με το ρούμι. Πήγε να φάει έναν κουραμπιέ. Η ζάχαρη τον ηρεμούσε. Μέσα στον εκνευρισμό του, όμως, του έπεσε η γυάλινη πιατέλα απ’ τα χέρια και έγινε χίλια κομμάτια, κάνοντας άσπρο το κόκκινο χαλί της κουζίνας. Πήγε να τα μαζέψει με την ηλεκτρική σκούπα και δεν πίστευε την ατυχία του: είχε διακοπή ρεύματος! Έπιασε την παλιά καλή ξύλινη αχυρένια σκούπα και συνειδητοποίη-
σε ότι τα ποντίκια είχαν φάει όλο το άχυρο από την άκρη του σκουπόξυλου. Μόλις τότε, χτύπησε το κουδούνι, κι ένας πολύ νευριασμένος Άγιος Βασίλης τράβηξε προς την εξώπορτα, την άνοιξε διάπλατα και είδε να στέκεται μπροστά του ένα αγγελάκι με αστέρι στα μαλλιά και ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο στα χέρια. Το αγγελάκι είπε πολύ χαρούμενα: «Καλά Χριστούγεννα, Άγιε Βασίλη! Τι ωραία μέρα που είναι σήμερα! Έχω ένα πανέμορφο δέντρο για σένα. Πού να το βάλω»; Κι έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε το έθιμο με το αγγελάκι στην κορυφή του χριστουγεννιάτικου δέντρου…
Το jukebox του Αμπαζή
Δόξα Δεκέμβρη
Παραμονή Πρωτοχρονιάς θα σε φιλήσω
και μια ευχή πάνω στα χείλη σου θ’ αφήσω
καθώς αργά θα ξετυλίγεις τον καιρό σου
σαν παραμύθι να με βλέπεις στ’ όνειρό σου
Κάθε Χριστούγεννα μαζί σου
Κάθε Χριστούγεννα μαζί σου
εύχομαι να ‘μαι πάντα εδώ
κάτω απ’ το γκι μ’ ένα φιλί σου
κάθε ταξίδι να μπορώ
Χριστούγεννα
Βλέπω τον άι-Βασίλη να μου χαμογελάει
Κι η έλλειψη σου δυο φορές με πονάει
Χριστούγεννα ήρθαν πάλι
Μα είσαι πάλι μακριά μου
Αχ και να σ’ είχα εδώ μωρό μου
Στο πλευρό μου, αγκαλιά μου
Αναβοσβήνουν οι χαρές
Κοντεύουνε Χριστούγεννα,
τα δέντρα στολισμένα
αναβοσβήνουν οι χαρές,
όμως καμιά για μένα.
Είπες θα μείνω να σκεφτώ,
μόνη για ένα μήνα
φορούσα κοντομάνικο,
φοράω καμπαρντίνα.
Παραδοσιακά πρωτοχρονιάτικα παινέματα Χίου
Βασίλη μ’ από πού ‘ρχεσαι,
κι από κι από πού κατεβαίνεις
και βαστάς, και βαστάς ρόδα και ραίνεις
κάτσε να φας, κάτσε να πιεις,
κάτσε τον πόνο σου να πεις
κάτσε, κάτσε να τραγουδήσεις
και να μας καλώς ορίσεις
κι έβγα, κι έβγα να μας κεράσεις,
που να ζεις, που να ζεις και να γεράσεις.