Αφήνουμε πίσω μας την κεντρική αγορά των Αθηνών, με τις πολυσυλλεκτικές φωνές των ανθρώπων του μόχθου. Διερχόμαστε έξω από τη Βαρβάκειο Στοά όπου παλιατζήδες μας καλούν να ρίξουμε μια ματιά στην πραμάτεια τους. Εύθραυστα βινύλια και παιχνίδια vintage ανάμεσα σε βιβλία ‘’Βίπερ’’, ‘’Άρλεκιν’’, διακοσμητικές κατάνες και κρυστάλλινους βαρείς πολυέλαιους άλλων καιρών… Φθάνουμε στο δρόμο με τα παστουρματζίδικα και μεταφερόμαστε βιαστικά (όπως συνήθως γίνεται σε αυτή τη μεγάπολη της Παλλάδας Αθηνάς), με το μαγικό χαλί αγριωπών αρωμάτων και μπαχαρικών, στην πλανεύτρα Ανατολή. Στα γύρω μαγαζιά αναμειγνύονται έμποροι από Αφρική και Ασία, ενώ διηπειρωτικοί ταξιδευτάδες και περιπατητές απαθανατίζουν στιγμιότυπα – πτυχές από το «τουριστικό προϊόν» του Ιστορικού Κέντρου. Με κάμερες τελευταίας τεχνολογίας δίνουν σάρκα και οστά σε εικόνες, χαμόγελα και αγωνίες της καθημερινότητας.
Ένα ταξίδι σκέψεων και διαθλάσεων έχει μόλις αρχίσει, μα ο προορισμός δεν είναι κοινός για όλους• ποικίλει ανάλογα με τις προσωπικές πεποιθήσεις και τη δέσμη βιωμάτων του καθενός…
Λίγο πιο κάτω, πλησίον της Πλατείας Θεάτρου, επί της οδού Ευριπίδου 70 εντός ολίγων τετραγωνικών μέτρων ο χρόνος δείχνει… αναποφάσιστος. Πίσω από την αυλόπορτα ενός χαμηλού τοιχίου εμφανίζεται ένα μικρό βυζαντινό εκκλησάκι όπως πολλά άλλα. Όμως, ανάμεσα στα αμήχανα κλαδιά μιας πρωτευουσιάνας «τρελής ροδιάς», στη στέγη του ναΐσκου ξεπροβάλλει μια αρχαία κολώνα που καταλήγει σε κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού. Επιτέλους, αρχίζει και μας αποκαλύπτεται η (ίσως) παλιότερη εκκλησία της Αθήνας. Ο Αγιάννης της Κολώνας…
Εισερχόμενοι στο εκκλησιδάκι, αντικρίζουμε ένα θέαμα πρωτόγνωρο! Διαπιστώνουμε ότι η στιβαρή κολώνα εδράζεται στο δάπεδο του Ιερού, διαπερνά την κεραμοσκεπή και εξέρχεται για περίπου δύο μέτρα πέραν αυτής. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί στον επισκέπτη το γεγονός ότι στην παράπλευρη επιφάνεια του κίονα υπάρχουν πολύχρωμες κλωστές στερεωμένες με κομματάκια από κερί. Παλιότερα, το φαινόμενο αυτό ήταν πολύ πιο έντονο δίνοντας τότε «χρώμα παράδοξον και φολιδωτήν περιένδυσιν» στην Κολώνα. Η «ανορθολογική» -και εν πολλοίς άγνωστη- σχετική ιστορία ξεκινά αιώνες πριν, ενώ οι βαθύτερες ρίζες της χάνονται σε σιγοψιθυρισμένες διηγήσεις∙ μέσα σε ρούγες και σοκάκια… κάπου εκεί σε γειτονιές (πλατώματα) «των Παλαιών Αθηνών»… στο Ροδακιό, στο Γεράνι και στη Γοργοεπήκοο…
Συγκεκριμένα, ο αξεπέραστος αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου μας μεταφέρει την εξής παράδοση για τον Άι-Γιάννη: «Στα τελευταία του έστησε μια κολώνα και στο θεμέλιό της έδεσεν όλες τις αρρώστιες με μετάξια λογιώ λογιώ χρώματα, και τα έχωσ’ εκεί βαθειά και από πάνω τους έβαλε την κολώνα και είπε: σαν θα πεθάνω, όποιος αρρωστήση να έρθη να δέση ένα μετάξι στην κολώνα τρεις κόμπους με ό,τι χρώμα έχει η αρρώστια του και να πη τρεις φορές: ‘‘Άι-Γιάννη μου, εγώ δένω την αρρώστια μου και η χάρη σου να την ελύση’’, κ’ ευτύς θα γιατρεφτή». Η συγκεκριμένη δοξασία μεταφέρθηκε ανά τις δεκαετίες από στόμα σε στόμα, από καρδιά σε καρδιά και από δάκρυ σε δάκρυ φθάνοντας («πεισματικά») μέχρι τις λογοκρατούμενες ημέρες μας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι ανάλογες, ιαματικές ιδιότητες αποδίδονταν πάντοτε στο συγκεκριμένο χώρο από τους κλασσικούς ακόμα χρόνους, όπου επιδημίες (με κύριο χαρακτηριστικό σύμπτωμα τους υψηλούς πυρετούς – «θέρμες») χτυπούσαν την Αθήνα του Περικλή, του Θεμιστοκλή και του Θουκυδίδη. Δεν είναι τυχαία η διαχρονική πεποίθηση του Λαού της Πρωτεύουσας, ότι η εν λόγω Κολώνα ανήκε σε ιερό της αρχαιότητας αφιερωμένο στο θεό Ασκληπιό ή -κατά άλλους- στον Σκύθη ιατρό Τόξαρι ο οποίος εθεωρείτο ότι είχε συνδράμει αποφασιστικά (και «θαυματουργικά») τους Αθηναίους στην αντιμετώπιση του τρομακτικού λοιμού κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο…
Ο αρχαιολόγος Κυριακός Πιττάκης (1798 – 1863) αναφέρει σχετικά: «Αφιερώνουν οι πάσχοντες εκ πυρετού κρόκην νήματος εις την στήλην του Αγίου Ιωάννου, ήτις επίκειται επί των ερειπίων του τεμένους του Τοξάριδος, ος ενομίζετο παρά τοις αρχαίοις, ως θεραπεύων τους πυρετούς». Και ο Διονύσιος Σουρμελής στο έργο του «Αττικά» (Αθήναι, 1854), συμπληρώνει: «Εις τον Τόξαριν έθυον οι Αθηναίοι, επικαλούμενοι υγείαν και ανάρρωσιν των νοσούντων ή πυρεταινόντων. Είναι θαύμα, ότι η πρόληψις αύτη διατηρείται μέχρι σήμερον παρά ταις γυναιξί, αίτινες ονομάσασαι τον Τόξαριν Άγιον Ιωάννην, περιδέουσιν εις τον σωζόμενον κίονα κλωστάς, επικαλούμεναι υπέρ των πυρετουμένων. Ο κίων ούτος, περί ον συρρέουσι τα γερόντια και αι προληπτικαί των γυναίων, είναι πλησίον του Νέου Θεάτρου».
Παράλληλα, «εις ανώνυμος περιηγητής των Αθηνών» του 1860, υιοθετώντας την εκδοχή περί Ασκληπιού, σημειώνει τα εξής: «Πλησίον του σημερινού Θεάτρου υψούται στήλη μονόλιθος μετά κιονοκράνου, εντετειχισμένη εις μικρόν εκκλησίδιον αγροτικόν. Η στήλη αυτή ανήκουσα εις ναόν του Ασκληπιού, χρησιμεύει σήμερον ως θυσιαστήριον του εκκλησιδίου, όπου οι άνθρωποι του λαού έρχονται και δέονται υπέρ αναρρώσεως των οικείων των» («Αι Παλαιαί Αθήναι», Δημ. Καμπούρογλου, Αθήνα, 1922).
Επιπροσθέτως, όσον αφορά στη «χωρική» τεκμηρίωση της παλαιότητας του εν λόγω σημείου, υπογραμμίζεται ότι το τοπωνύμιο – ναϊδριο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου εμφανίζεται στην περιοχή ήδη από τον 5ο αιώνα μ.Χ. Ομοίως, στην περίφημη «Πολεοδομική» του Τραυλού ο «Αη Γιάννης της Κολώνας» απεικονίζεται σε χάρτη της περιόδου 565 – 1205 μ.Χ. μαζί με τους «Αγίους Αποστόλους στα Μάρμαρα».
Έτσι, ο συγκεκριμένος Χριστιανικός ναΐσκος λειτουργεί με αυτή περίπου τη μορφή εδώ και 15 αιώνες. Γενικότερα, ως τοπόσημο θρησκευτικού – λατρευτικού ενδιαφέροντος η ύπαρξη του πηγαίνει άλλα 1.000 χρόνια πίσω, όταν το Κλεινόν Άστυ μαστιζόταν από επιδημίες. Βαδίζοντας στο μεταίχμιο ανάμεσα σε «αρχαιότητα» και «παλαιότητα», σκαλίζοντας τη στρωματογραφία της ιστορικής αλήθειας και της ανθρώπινης Πίστης, διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μοναδική περίπτωση σημειολογίας… Ο αρχαιοελληνικός κίονας ακέραιος και στιβαρός εντός της Ιεράς Κόγχης στο μικρό και ταπεινό βυζαντινό παρεκκλήσι. Η απόληξη με το περίτεχνο κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού. Ένα συμβολικό σφιχταγκάλιασμα αδιάσπαστο και αρραγές στο διάβα των αιώνων…
Τέλος, φεύγοντας προς τη Διπλάρειο Σχολή μέσω των οδών Ευριπίδου και Μενάνδρου, ένας άλλος σύγχρονος (Γιάννης) Αγιάννης -βγαλμένος από τους «Αθλίους» («των Αθηνών»)- μας πλησίασε τρεκλίζοντας και ζήτησε μισό ευρώ. Στο Πρόσωπό του ήταν βαθειά χαραγμένη η απόγνωση. Εμείς αποστρέψαμε το βλέμμα με ανασφάλεια, επιταχύναμε το βήμα και… αντιπαρήλθαμεν.
Άραγε, πόσο περήφανος θα ήταν σήμερα για εμάς ο «ημέτερος» άγιος; ο σπλαχνικός και φιλόπτωχος Αϊ Γιάννης ο Πρόδρομος, ο Νηστευτής, ο Θερμαντής…;
Discussion about this post