Γύρισαν σπίτι με τις τσέπες να κουδουνίζουν από δεκάρες και φραγκοδίφραγκα και το στομάχι να έχει γεμίσει από μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Όλη μέρα στους δρόμους με τα τριγωνάκια στα χέρια, πέρασαν από θείες, νονούς και συγγενείς, μέχρι που πήρε να σουρουπώνει.
«Καλέ εσείς έχετε ξυλιάσει!», είπε η μάνα τους και τα έβαλε να καθίσουν δίπλα στη σόμπα.
Το χιόνι άρχισε να πέφτει σιγά-σιγά, σκεπάζοντας και τα τελευταία ίχνη από τα βήματα των περαστικών. Όλοι είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους αυτήν τη γιορτινή νύχτα. Πότε-
πότε φαινόταν καμιά σκιά στα κεραμίδια, που έκανε τις μικρές καρδούλες να χτυπούν γρήγορα. Να ήταν ο άι-Βασίλης;
Μα, όχι, δεν ήταν παρά οι κεραμιδόγατες της γειτονιάς, που δεν ήξεραν από Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο η ανυπομονησία μεγάλωνε κι άλλο τόσο τα βλέφαρα βάραιναν, μέχρι που παραδόθηκαν στον ήσυχο παιδικό ύπνο. Ήταν η στιγμή που μια ζεστή αγκαλιά τα έβαλε στο κρεβάτι και τα σκέπασε. Τι όνειρα να βλέπουν άραγε την παραμονή των Χριστουγέννων τα μικρά παιδιά; Ίσως ένα τόπι, μια κουκλίτσα ή ένα τσίγκινο αυτοκινητάκι. Ίσως απλώς ένα πιάτο φαγητό. Το φυτίλι της λάμπας έσβησε. Μόνο η φλόγα απ΄ το καντήλι τρεμόπαιζε και φώτιζε το εικονοστάσι μ΄ ένα γλυκό φως. Παντού ησυχία, δεν ακουγόταν τίποτα.
Κάποτε, το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν έφτανε μέχρι το ταβάνι, ήταν μικρό χωρίς εντυπωσιακά στολίδια και τα κλαδιά του ήταν στολισμένα με μικρά αγγελάκια και μπαμπάκι. Είχε όμως στην κορυφή του ένα χάρτινο αστέρι που φώτιζε τις καρδιές…
γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου | [email protected]