Το καλά ακονισμένο μουσικό του μίξερ ανακατεύει θρεπτικές φολκ και ροκ μουσικές φόρμες, ο ίδιος ερμηνεύει τα τραγούδια με μια ευαίσθητη τραχύτητα (Κρητικός, βλέπεις), όμως δεν αγαπά την επανάπαυση σε είδη και ύφη. Έρχονται οι φορές που “σκάει” περισσότερο ακουστικός και προσωπικός ο ήχος του Λεωνίδα Μαριδάκη, ο οποίος έχει ζήσει ευτυχείς συνεργασίες, περιπλανήσεις και δοκιμασίες με την κιθάρα του, αλλά και χωρίς αυτήν.
Κι αν μία από αυτές ήταν η συνάντησή του με τον Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος έβγαλε από την τσέπη του ένα τραγούδι που το χάρισε στον Λεωνίδα, τότε σίγουρα άλλη μία, πρόσφατη, μπορούμε να πούμε ότι ήταν το δώρο της αγαπημένης του Νικόλ Κατσάνη: δύο “μαριδάκια”, δύο υγιέστατα μωρά που έχουν την ευλογία(;) δύο καλλιτεχνών γονέων. Στην συνέντευξη αυτή, ο Λεωνίδας Μαριδάκης αναπολεί ένα ταξίδι ζωής, μιλά για την ανθρωπιά όπως αυτός την κατανοεί, επιλέγει εκλεκτές αναμνήσεις του προς μοίρασμα και επιβεβαιώνει ότι αυτό που τον σηκώνει όλα αυτά τα χρόνια από το κρεβάτι είναι-εκτός από τον καφέ!- η μουσική και η μουσική του.
Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες; Τι σου έχει μείνει ανεξίτηλο από τα παιδικά σου χρόνια;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Νότο στα Χανιά. Πολλά έχω να θυμάμαι από την πατρίδα των παιδικών χρόνων. Να πω όμως εδώ για τα μαγικά απογεύματα, καλοκαίρι, κάτω από τα πεύκα στο χωριό μου, τον Κεφαλά. Ο απαλός ήχος που κάνει ο άνεμος περνώντας μέσα από τα πεύκα παραμένει η αγαπημένη μου “μουσική”.
Ποια είναι η στιγμή εκείνη που θυμάσαι να λες για πρώτη φορά “θέλω να ασχοληθώ με την μουσική;”
Όταν πρωτοακούμπησαν τα δάχτυλά μου τις χορδές της κιθάρας ως έφηβος. Κάπου εκεί το σκέφτηκα αυτό.
Θυμάσαι την πρώτη σου εμφάνιση σε κοινό επαγγελματικά;
Ήταν μια συναυλία στο Ηράκλειο, στα πλαίσια ενός φεστιβάλ νεολαίας στο Κηποθέατρο Ν. Καζαντζάκης. Ήμασταν ένα ντουέτο με δύο κιθάρες, αφιέρωμα στα ελληνικά λάτιν ελληνόφωνα τραγούδια. Η αγάπη μου για τους χορευτικούς ρυθμούς κρατάει από τότε.
Ποιον θεωρείς έναν σημαντικό σταθμό στην καριέρα σου;
Θα σου πω δύο πρόσφατες συναντήσεις μου που θεωρώ σταθμούς: Ο ένας είναι η στιγμή της συνάντησης με τον ποιητή στιχουργό Δημήτρη Λέντζο. Εκεί έγινε ένα “τσαφ”, μια δημιουργική έκρηξη που αποτυπώθηκε σε εννέα ολοκαίνουργια τραγούδια. Είμαστε στο στούντιο τον τελευταίο καιρό και αναμένω με μεγάλη προσδοκία το αποτέλεσμα, θα είναι ο τέταρτος προσωπικός μου δίσκος και ο πρώτος που κάνω με έναν στιχουργό να υπογράφει όλα τα τραγούδια. Ένας άλλος σημαντικός σταθμός είναι η συνεργασία μου πέρυσι για μια ολόκληρη σεζόν με το Χρήστο Νικολόπουλο, στο μουσικό του πρόγραμμα. Ήταν τροφή για σκέψη οι κουβέντες μας.
Ο Χρήστος Νικολόπουλος τι άνθρωπος είναι;
Μια ήρεμη δύναμη, ένας γλυκός, θετικός άνθρωπος. Πολύ εργατικός και με αστείρευτη έμπνευση. Ήταν μια μεγάλη απόλαυση για μένα να τα λέμε στα καμαρίνια στα διαλείμματα του προγράμματος, μου αρέσει η αιρετική, με έναν τρόπο, στάση του.
Κάνεις όνειρα; Ή σε πιάνεις κυρίως να αναπολείς το παρελθόν; Με το παρόν πώς τα πας;
Είναι περίεργο, αλλά συνδέονται μέσα μου όλα αυτά. Το χθες με το αύριο, η αναπόληση με το καλλιτεχνικό όραμα και ούτω καθεξής… Υπάρχουν ώρες που ονειρεύομαι με ανοιχτά τα ματιά, σαν τα βρέφη!
Πατρότητα, λίγο πριν την έξαρση της επιδημίας. Πώς το ζεις όλο αυτό;
Η πατρότητα είναι μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου, ένα άλλο πλαίσιο που μου αρέσει να το ζω μέρα τη μέρα, σαν ένα θαύμα. Με δύο βρέφη μέσα σε συνθήκες εγκλεισμού είναι μια διπλή πρόκληση, ευτυχώς το μοιραζόμαστε όμορφα και συνειδητά με την γυναίκα μου, τη Νικόλ. Τώρα, καλώς ή κακώς η πατρότητα ήρθε μέσα σε αυτή την πολύ ιδιαίτερη και δύσκολη συνθήκη οπότε προσαρμοζόμαστε, μένουμε ψύχραιμοι και προχωράμε. Πιο πολύ η σκέψη μου να σου πω βρίσκεται στην επόμενη μέρα. Να ξαναβρούμε τη λαχτάρα της παρέας, των φίλων, της αγκαλιάς και ελπίζω να μην εκμεταλλευτούν οι εξουσίες, την κρίση που περνάμε κλέβοντάς μας για άλλη μια φορά τις ζωές μας.
Έχεις πει ποτέ “τα παρατάω”; Θεωρείς ότι, μελλοντικά, θα το έκανες υπό συνθήκες;
Μάλλον όχι. Όταν έφτασα στο όριο κάποτε ένιωσα πως ,αν παραιτούμουν από τη μουσική, θα ήταν σαν να παραιτούμουν από τη ζωή. Δεν το λέω δραματικά, ανθρώπινο είναι και αυτό, όλοι έχουμε τα πάνω μας και τα κάτω μας, άλλα το νόημα είναι στο να προχωράει κάποιος, να βαδίζει, να μην σταματά.
Ποιους ομότεχνούς σου θαυμάζεις και έχεις πρότυπα;
Εκτιμώ πολλούς ομότεχνούς μου και παλαιότερους και νεότερους, υπάρχει ένας ωκεανός από γραφές, φωνές… Χαίρομαι πολύ όταν ακούω νέες ωραίες δουλειές μες στη φλυαρία της εποχής μας. Μου αρέσει να διακρίνω ένα καλλιτεχνικό όραμα πίσω από τη μαστοριά και την ευχέρεια σε ένα τραγούδι, σε ένα έργο. Εκτιμάω επίσης (αυτό δεν το εκτιμάει η εποχή μας, αλλά δεν πειράζει) το να αναπτύσσει τις ιδέες και την γλώσσα του ένας δημιουργός χαρίζοντάς μας απλόχερα τον κόσμο του.
Με τα ταξίδια πώς τα πας; Έχεις κάνει ωραία ταξίδια στην ζωή σου;
Ευτυχώς ναι, όταν μπορούσαμε να κάνουμε ακόμα τρελά σχέδια και ταξίδια. Το πιο σημαντικό ήταν ένα ταξίδι περιπλάνησης για δυο μήνες στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο το καλοκαίρι του 2000. Εκεί γνώρισα λογοτέχνες, μουσικούς, γνώρισα τα μικροσκοπικά πουλιά κολιμπρί, την Σαντερία (ένα είδος αφροκουβανέζικης θρησκείας), τις ευστοχίες και τις αστοχίες της κουβανικής επανάστασης. Μέσα σε ένα ξενοδοχείο στο Σαντιάγκο είδα μια μαρμάρινη επιγραφή που έλεγε: “εδώ φιλοξενήθηκε ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής Γιάννης Ρίτσος”… ένιωσα πολύ όμορφα, την οικουμενικότητα του ελληνικού πολιτισμού: αυτό που τα τελευταία χρόνια οι εξουσίες έχουν βαλθεί να μας κάνουν να ξεχάσουμε. Τα ταξίδια είναι έρωτας και πλούτος ψυχής. Με την τότε σύντροφο μου, που κάναμε μαζί αυτό το ταξίδι, ξοδέψαμε όλα τα λεφτά μας εκεί, αλλά γυρίσαμε πίσω πιο πλούσιοι.
Έχεις πλεύσει σε βάρκες μες στο ίδιο σου το σπίτι, το ξέρω, αλλά το αγαπημένο μου τραγούδι σου παραμένει το “Η Αγάπη Νικάει…”- πιστεύεις ακόμα σε αυτό;
Για το “Βάρκα στο σπίτι” λες, σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου, με το οποίο ανοίχτηκα στα βαθιά είναι η αλήθεια. Το “Η Αγάπη νικάει” είναι το γνωστό τραγούδι του δεύτερού μου δίσκου. Και ναι, το πιστεύω ακόμα! Μόνο όταν κερδίσει η αγάπη μπορεί να δώσει αληθινές νίκες. Τα υπόλοιπα είναι ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, εγωισμών και τα λοιπά…
Τι είναι πιο εύκολο για σένα ως σκέψη: να μονάσεις ή να αφεθείς εντελώς στα πάθη σου;
Ωπ, ωραία ερώτηση! Δύσκολο να μονάσω, αν και θα είχε και αυτό την πρόκληση του.
Τα οποία πάθη σου… ποια είναι, Λεωνίδα;
Ένα πάθος έχω και είναι η ανθρώπινη επαφή. Είναι κάτι πολύ προκλητικό που περιέχει τον έρωτα, τη φιλία, τη δικαιοσύνη, την ομορφιά.
Μετά από τρεις δεκαετίες ζωής και κάτι παραπάνω, τι κατάλαβες για σένα, για τον κόσμο και για τους ανθρώπους;
Κατάλαβα πως ότι δεν υπάρχει καμιά μοναδική αλήθεια, όλα εξελίσσονται και δοκιμάζονται ξανά και ξανά μέσα στο χρόνο. Πιστεύω στην διαρκή επανάσταση, στην διαρκή αμφισβήτηση, προκειμένου να μείνουμε άνθρωποι και να μην πάρει το πάνω χέρι στη ζωή μας το σκοτάδι που καραδοκεί μέσα μας και έξω μας.
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνεις το πρωί όταν ξυπνάς και ποιο το τελευταίο πριν κοιμηθείς;
Το πρωί πίνω καφέ, οργανώνω τη μέρα ή πιάνω την κιθάρα μου να δοκιμάσω κάτι με καθαρό μυαλό. Τη νύχτα ακούω πριν κοιμηθώ ένα άλμπουμ ή μια μουσική που αγαπάω.
Ποιο είναι το πρώτο μέρος που θα επισκεφθείς μόλις τελειώσει όλο αυτό;
Την θάλασσα, με την οικογένειά μου.