Οι αντιδράσεις πολλών σχετικά με το «μαγάρισμα κτιρίων» και τον «βανδαλισμό» τους, σχετικά με το τι είναι «υψηλό γκράφιτι» ή «όμορφη τοιχογραφία» –όπως τις λέμε πλέον έχοντας απεκδύσει το γκράφιτι από τη street εκδοχή του, μέσα από την οποία γεννήθηκε κιόλας– και τι είναι μουντζούρα, τι είναι αισθητικά καλό και τι όχι, και το ότι κάποια γκράφιτι πρέπει να επιτρέπονται (λόγω καλύτερης αισθητικής) ενώ κάποια άλλα πρέπει να απαγορεύονται και να σβήνονται, είναι, κατά την άποψή μου, μία από τις αιτίες οι οποίες μας οδήγησαν σε αυτό που φτάσαμε χθες, στο να σβηστεί η προσωπογραφία του Θόδωρου Αγγελόπουλου από το ΑΠΘ.
Όταν ζητάμε τοίχους καθαρούς, όταν βγάζουμε τη μεζούρα της αισθητικής για να μετρήσουμε τι είναι ομορφότερο έναντι κάτι άλλου –ποιος είναι αυτός άραγε που ορίζει την αισθητική; –, τότε μάλλον έχουμε τρεις δρόμους μπροστά μας: είτε να πιάσουμε τις μπατανόβουρτσες και να βγούμε έξω ως άλλοι graffitibusters και να σβήνουμε ό,τι ο καθένας και η καθεμία προσωπικά θεωρεί ωραίο –εκεί να δεις γέλια και πώς θα καταντήσουν οι τοίχοι των πόλεων, συν τα μαλλιοτραβήγματα–, είτε να ζητήσουμε τη δημιουργία αστυνομίας της αισθητικής που θα αποφασίζει τι περνάει και τι κόβεται, είτε να αφήσουμε το κάθε ίδρυμα, φορέα κ.λπ. να αποφασίζει μόνο του τι θα σβηστεί – εδώ βέβαια θα πρέπει να δεχτούμε και το ότι το ΑΠΘ αποφάσισε να σβήσει την προσωπογραφία του Αγγελόπουλου.
Σε κάποια ζητήματα δεν μπορούν να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αν θες καθαρούς τοίχους θα πάρεις καθαρούς τοίχους· αν θες ελευθερία έκφρασης θα αφήσεις όλες τις φωνές –στην προκειμένη τα σπρέι και τα χρώματα– να ακουστούν. Θα δεις και τη μαλακία, θα δεις και αυτό που είναι ωραίο. Πόση ελευθερία έκφρασης αντέχουμε, άραγε, απ’ όπου κι αν προέρχεται;
Οποιαδήποτε άλλη θέση, η οποία τοποθετείται κάπου στη μέση, αναπόφευκτα οδηγεί σε πρακτικές όπως η χθεσινή.
Ποτέ μα ποτέ τα προβλήματα μέσα στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στις πλατείες, στα πάρκα, στα νοσοκομεία, στα τρένα, στις δημόσιες υπηρεσίες, κ.λπ. κ.λπ δεν δημιουργήθηκαν από τους ζωγραφισμένους τοίχους τους. Ίσα ίσα, θα πω εγώ, πως όσο περισσότερο ο κόσμος αντιλαμβάνεται/αντιλαμβανόταν αυτά τα κτίρια ως «δικά» του, όσο νιώθει/ένιωθε δηλαδή κομμάτι τους, τόσο πιο έντονη είναι/ήταν η παρουσία του σε αυτά με διάφορους τρόπους («καλούς» και «κακούς»), φυσικά και με το γκράφιτι – περί ου ο λόγος. Όσο λοιπόν περισσότερο κομμάτι τους νιώθει/ένιωθε τόσο περισσότερο ενδιαφέρεται/ενδιαφερόταν και για το τι γίνεται εν τέλει μέσα σε αυτά και για τα πραγματικά τους προβλήματα – που είναι πάρα πολλά και μη μου πείτε ότι δεν τα ζούμε στο πετσί μας, ειδικά τα τελευταία χρόνια.
Όσο ο κόσμος νιώθει ότι όλα αυτά τα σημεία τον αποκλείουν, τον εχθρεύονται, τον απομακρύνουν, τόσο περισσότερο θα απαξιοί για τα πραγματικά τους προβλήματα και θα κοιτάει μόνο εάν οι τοίχοι τους είναι ζωγραφισμένοι· πόσο μικρό πρόβλημα μπροστά σε όλα τ’ άλλα…
Και για να είμαστε ειλικρινείς, πότε μας ένοιαξε πραγματικά τι κάνουν αυτά τα παιδιά με τα πινέλα και τα σπρέι στα χέρια, πότε μας ένοιαξε αν ζωγραφίζουν τον Αγγελόπουλο, μία παλιά τους γκόμενα ή κάποιες δυσνόητες, χοντροζωγραφισμένες λέξεις;