Μια μαυρίλα έχει καλύψει την πόλη αυτή τη χρονιά. Οι λόγοι είναι γνωστοί και βαριόμαστε να τους επαναλαμβάνουμε. Πραγματικά κουραστήκαμε να βλέπουμε και να ακούμε μαύρο. Ανιχνευτές της πόλης καθώς είμαστε, ρουφώντας τις ανθρώπινες ιστορίες που ακούμε σε στενά σοκάκια ή μαντεύοντας πίσω από ένα “Αχ!” που βγαίνει αληθινό απ’την ψυχή του συνομιλητή μας τη δική του ιστορία, αποφασίσαμε να δεχτούμε και να σας πούμε ότι η ζωή είναι πολύχρωμη. Και δεν μπορεί, κάτι καλό θα βγήκε από αυτήν την χρονιά. Αληθινές ιστορίες; Φανταστικές; Το δικό μας ηθικό δίδαγμα όπως το “διαβάσαμε” πίσω από το βλέμμα ενός ανθρώπου; Μικρή σημασία έχει. Εμείς πάντα θα λέμε ότι ήμασταν εκεί και τις είδαμε.
Μια χρονιά δεν καθορίζεται από τις άσχημες ειδήσεις. Υπάρχουν και τα θετικά! Αυτές οι όμορφες στιγμές που πρέπει να εκτιμάμε!
Ο Τίτος άρχισε να αγαπάει τα σκυλάκια όταν είδε το Χάτσικο στην τηλεόραση, στις 19 Μαρτίου του 2019.
Δεν ξέρει γιατί τα αγάπησε. Ίσως αισθανόταν ότι είναι πλάσματα που προσφέρουν απεριόριστη αγάπη, αλλά χρειάζονται την ανθρώπινη προστασία για να είναι ευτυχισμένα.
Όταν το πρωτοείδε ήταν 11 χρονών. Και τώρα ήταν 17 Ιουλίου του 2020, είχε κλείσει τα δώδεκα και ακόμη οι γονείς του δεν του έκαναν το χατίρι να του φέρουν ένα. Έκλαψε, χτυπήθηκε, ούρλιαξε, παρακάλεσε, έφερε Α σε όλα τα μαθήματα και μέχρι το lockdown που είχε μπει γυμνάσιο είχε καταφέρει να βγάλει μέσο όρο 18,6.
Αλλά τίποτα εκείνοι. Εκείνη τη μέρα, αποφάσισε να πάει λίγο στην πλατεία με τη φόρμα του και τα αθλητικά του. Έπιασε κι ένα ξυλαράκι για να παίξει με τα κλαδιά των θάμνων, αφού η βαρεμάρα ήταν αφόρητη. Εκεί που έπαιζε, κοιτάει κάτω και βλέπει μες στο χώμα μια άσπρη χνουδωτή μπάλα να ξεχωρίζει. Κοιτάει καλύτερα και τι να δει; Ήταν ένα κουταβάκι με κλειστά μάτια σχεδόν παγωμένο. Άρχισε ενστικτωδώς να το τρίβει για να ζεσταθεί κι αυτό κουνήθηκε. Ο Τίτος πήρε την απόφασή του. Μπήκε στο σπίτι με το μωροσκυλάκι στην αγκαλιά. “Το σκυλί θα μείνει. Και θα το ταΐζω με το χαρτζιλίκι μου. Δεν θα σας επιβαρύνουμε σε τίποτα”.
Οι γονείς του το έπαιξαν αυστηροί, αλλά κρυφογελούσαν. Ο Τίτος ήξερε ότι κέρδισε. Το βράδυ είδε στον ύπνο του ότι μεγάλωναν μαζί. Ψήλωναν, γελούσαν και έπαιζαν συνεχώς αγκαλιασμένοι.
Όταν ξύπνησε στις 18 Ιουλίου του 2020 τον βάφτισε Πευκάκι, σαν τη γειτονιά του.