Στο χωλ του σπιτιού, η βαλίτσα ήταν πάντα έτοιμη με κάνα δυο ρούχα χειμωνιάτικα και αντίστοιχα καλοκαιρινά. Μα η διάθεση για πολλές αναχωρήσεις, πλέον, λιγοστή.
Είχα δύο μωρά να φροντίσω! Όταν, βέβαια, σε μια τηλεφωνική συνομιλία, έμαθα από τον κάπτεν ότι πρόκειται να πάνε Πόρτο, στην Πορτογαλία, και να μείνουν κανέναν μήνα, εγώ την αμέσως επόμενη στιγμή έκλεισα εισιτήριο! Είχα ρυθμίσει τα πάντα γύρω από τα μικρά με τους γονείς μου και… προσγειώθηκα Λισαβόνα! Το Πόρτο ή Οπόρτο, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί με καμιά άλλη πόλη στον κόσμο.
Ένα τεράστιο, ανηφορικό ποτάμι την διασχίζει. Μες στα νερά του γόνδολες, ενώ στα όχθες του όλα τα οινοποιεία που παράγουν το διάσημο κρασί Πόρτο. Όλη η πόλη είναι σα ζωγραφιά! Παντού χρώματα…
Ένα πρωινό, λοιπόν, πίνοντας καφέ κοντά στο λιμάνι συζητούσα με τον άντρα μου την περίπτωση να πάμε και ένα διήμερο στη Λισαβόνα. Μελετούσαμε εκεί πέρα κι ένα χάρτη, μέχρι που αισθάνομαι πολύ έντονα ότι μια κοπελιά που καθόταν πιο κει με το μωρό της σε καροτσάκι, αλλά και μια πιο μεγάλη κυρία δίπλα τους, με κοιτούσαν επίμονα. Έρχεται, λοιπόν, προς το μέρος μου και μου λέει σε άπταιστα ελληνικά: «Είστε Έλληνες, ναι;»
Ναι, της λέμε, εσύ;
«Εγώ είμαι από εδώ», μας απαντά, «αλλά ο γιος μου είναι Έλληνας και τον λένε Γιώργο Αυγέρη. «Εμένα», της λέω, «με λένε Ελένη Αυγερινού!» Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε μια ανεπανάληπτη φιλία. Γίναμε πραγματικά κολλητές. Βρισκόμασταν σχεδόν κάθε μέρα, μας πήγαιναν και στα καλύτερα μέρη της πόλης, κάναμε τραπεζώματα και στο πλοίο, αλλά και στο σπίτι της… Πολύ τρυφεροί άνθρωποι, φιλόξενοι, ανοιχτόκαρδοι.
Τον Έλληνα, όμως, με τον οποίο η κοπέλα είχε κάνει το παιδί δεν ήθελε ούτε να τον ξέρει, καθώς αποδείχτηκε βάναυσος κι επικίνδυνος. Έτσι κι αυτή, με τη βοήθεια της πορτογαλικής πρεσβείας, κυριολεκτικά «έκλεψε» το παιδί της και γύρισε πίσω στους γονείς της.
Τελικά, ένας μήνας και κάτι στο Πόρτο αποδείχτηκε πολύ λίγος. Όταν έφευγα, η καινούργια μου οικογένεια μου έκανε ένα αξέχαστο αποχαιρετιστήριο πάρτυ. Εγώ, όμως, ήθελα να επιστρέψω πίσω με μεγάλη λαχτάρα να πάρω αγκαλιά τα μικρά μου. Ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια, να θες να είσαι με τον άντρα σου και να ζείτε μαζί όλα αυτά τα υπέροχα ανά τον κόσμο, από την άλλη να θες να μην χάνεις λεπτό από τη ζωή δίπλα στα παιδιά σου… Επιστροφή, λοιπόν, Πασαλιμάνι! Άλλη ζωή εδώ, στεριανή.
Κάθε φορά έπρεπε να προσαρμόζομαι και αναλόγως. Είχα αφοσιωθεί πλήρως στα μικρά μου, ώσπου χτυπάει το τηλέφωνο πάλι και μου λέει ο άντρας μου να πάμε 23 του Δεκέμβρη στο El Ferol, στη βόρεια Ισπανία, να κάνουμε Χριστούγεννα μαζί. Η βαλίτσα, όπως πάντα, έτοιμη. Οι γονείς μου πάντοτε σε ετοιμότητα, οπότε… 3 η ώρα το μεσημέρι αεροδρόμιο, πτήση Αθήνα-Μαδρίτη κι από εκεί Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα!
Περασμένα μεσάνυχτα, πια, κι ένας γεράκος οδηγός ταξί με μια πινακίδα στο χέρι (Miss Avgerinou) με περιμένει να με πάει δυο ώρες δρόμο στο μικρό λιμανάκι στο El Ferol. Φτάνουμε και είναι πια ξημερώματα… Ένα και μοναδικό βαπόρι ήταν δεμένο στο λιμάνι, το οποίο δεν ήταν του άντρα μου, ούτε καν ελληνικής πλοιοκτησίας! Ο ταξιτζής μού το δείχνει και μου λέει να το μπάρκο σου, το πλοίο σου… Άντε τώρα να συνεννοηθούμε, αγγλικά γρι αυτός, ελάχιστα ισπανικά εγώ. Επέμενε ο άνθρωπος ότι έπρεπε να μπω στο βαπόρι, όμως επέμενα κι εγώ ότι σε άσχετο βαπόρι δεν επρόκειτο να μπω. Μεγαλεία!
Στο μεταξύ, ψάχνουμε και βρίσκουμε τηλεφωνικό θάλαμο για να συνεννοηθώ στα αγγλικά με τον ατζέντη του «πλοίου μου» για το οποίο με ενημερώνει πως έχει καθυστέρηση άφιξης, εξ ου κι έδωσε εντολή στον ταξιτζή να με πάει σε κοντινό ξενοδοχείο. Όνειρο χειμωνιάτικης νυκτός το ξενοδοχείο! Από εκείνα τα νεοκλασικά κτήρια του μεσοπολέμου με τις διπλές μαρμάρινες σκάλες και τους τεράστιους πολυελαίους πάνω από την ζωγραφιστή οροφή. Το δωμάτιο υπέροχο με τεράστιο, ξύλινο κρεβάτι και αέρινα πανιά να κρέμονται από την κορυφή, ενώ η διάφανη τζαμαρία αποκάλυπτε το μεγαλείο του Ατλαντικού Ωκεανού. Το μπάνιο σα δωμάτιο, τρεις άνθρωποι χωρούσαν μέσα.
Πού να κοιμηθώ εγώ; Απόλαυσα μπάνιο, ήπια σαμπάνια κι είδα και ανατολή Ηλίου απίθανη. Κάποια στιγμή, όμως, πρέπει να με πήρε ο ύπνος. Με ξύπνησε το τηλέφωνο, ήταν ο ταξιτζής κι ερχόταν να με πάρει να πάμε στο βαπόρι μιας κι είχε πια καταπλεύσει. Αρνούμαι να τον ακολουθήσω γιατί θέλω να παρατείνω λίγο τη διαμονή μου στο ονειρεμένο ξενοδοχείο, παίρνοντας πρωινό μπροστά στον Ατλαντικό.
Μία ώρα μετά νιώθω ένα φιλί στο πίσω μέρος του λαιμού, γυρίζω και βλέπω ξαφνιασμένη τον άντρα μου που παράτησε τις υποχρεώσεις του για να έρθει να με «μαζέψει». Μετά την 24ωρη σχεδόν περιπέτειά μου, λοιπόν, επιβιβάζομαι στο βαπόρι. Για να ξεκινήσω μια ακόμα περιπέτεια…