του Αyis Zita
Αυτή είναι μια ιστορία για μια πόλη. Αυτή δεν είναι μια ιστορία για μια πόλη, είναι μια ιστορία κανιβαλισμού, μιας πόλης που υπερβαίνει την ιστορία και το χρόνο. Ήταν κάποτε μια πόλη τοπόσημο. Η δική μου πόλη. Σίγουρα όχι τακτοποιημένα όμορφη αλλά σίγουρα ακτινοβολούσα. Πόλη φωτός. Το φως της, ιερό και διαυγές [το λένε και Αττικό].
Μια πόλη τυχερή σε σχέση με τις άλλες, με εκατομμύρια ορκισμένους οπαδούς ανά τον κόσμο. Μια πόλη άτυχη σε σχέση με τις άλλες, εγκαταλελειμμένη για δεκαετίες από τους κάποτε κατοίκους της, που είχαν την τρομερή ιδέα να κυνηγήσουν το αμερικάνικο όνειρο, εκτός Αμερικής και εκτός της [θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τόσο θλιβερό].
Κάποιοι λίγοι που παράδοξα [ή ίσως και όχι τόσο] παρέμειναν με το αυτονόητο [ανάμεσά τους και εγώ], της αφέθηκαν, την ερωτεύτηκαν νομοτελειακά και έγιναν η φυλή των νεαρών πιστών της. Πρόσφατα, αιώνια αγέρωχη, αγκάλιασε χιλιάδες εκτοπισμένους όπως το είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Προσπάθησε να τους περιβάλει με λιγοστά μέσα, αλλά με [εξαιρετικά δυσεύρετη πλέον] ανθρωπιά και ακόμη προσπαθεί.
Και να που τώρα, οι αρνητές της [και άλλοι βάρβαροι] ,αφού το όνειρο τους αποδείχτηκε φτηνός αντικατοπτρισμός, την θυμήθηκαν με μόνο σκοπό να την βιάσουν και να τη λεηλατήσουν [συγγνώμη, εκμεταλλευτούν επενδυτικά]. Έχουν ήδη προχωρήσει.
Κραυγάζουμε μαζί της και εκ μέρους της, πονάμε μαζί της και μέσα της, υπεραμυνόμαστε αμετάκλητα αυτής. Αν χάσουμε, θα χάσει κάτι και η ανθρωπότητα, και όποιον δεν το βλέπει αυτό, δεν τον λυπόμαστε καν. Έχουν γίνει τόσες μάχες εδώ-αυτή, ανατέθηκε σε εμάς. Δύο φυλές: εμείς, αυτοί. Σε αγαπώ να της λες, και να της το δείχνεις, κινείται υπεράνω όλων μας, γι’ αυτό σε χρειάζεται τώρα περισσότερο από ποτέ.