Τις μέρες της ανεργίας μας τις περάσαμε μέσα στην ντουλάπα μου δοκιμάζοντας σακάκια.
«Είσαι έτοιμη για το δελτίο ειδήσεων» μου έλεγαν συχνά φίλες που ποντάροντας στο συντηρητικό μου ύφος ήλπιζαν να βρουν το ιδανικό συνολάκι για την πρώτη τους συνέντευξη. Τα πρωινά άνοιγα τη χλωρίνη και ξεκίναγα το καθάρισμα και τα απογεύματα αναρωτιόμουν πως περνούν τη μέρα τους οι νοικοκυρές. Κάπου στα μέσα του Οκτώβρη, λίγο πριν σαπίσουν τα πατώματα από το πολύ καθάρισμα ήρθε το τηλεφώνημα από την εφημερίδα. Έβαλα και εγώ το πιο επαγγελματικό μου συνολάκι και πήρα τον δρόμο για την Πατησίων.
Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη την πρώτη συνάντηση είναι τα μοβ του γυαλιά. Ήταν σκυμμένος πάνω από κάποια μακέτα όταν μπήκα μέσα, σήκωσε το βλέμμα του πάνω από τα μοβ γυαλιά του και με κοίταξε μάλλον με δυσπιστία. Αδυνατώ να ανακαλέσω τι ειπώθηκε εκείνη τη μέρα, θυμάμαι απλά τη ζέστη του χεριού του όταν έπιασε το δικό μου και το έσφιξε, λιγάκι παραξενεμένος από μια τέτοια τυπικότητα.
Και ύστερα ήρθαν κείμενα, εμπειρίες, πρόσωπα… υπήρξαν μέρες βροχερές γεμάτες γέλια και συζητήσεις για φακές και φασόλια, νύχτες αξημέρωτης δουλειάς, κλάματα, εντάσεις, οδοιπορικά μέσα στην πόλη, βλέμματα αγάπης, κουβέντες υποστήριξης, μέρες μαθητείας. Υπήρξαν στιγμές που αυτός ο μικρός χώρος έγινε σπίτι και υπήρξαν στιγμές που έγινε αμφιθέατρο.
Στον άνθρωπο – τατουάζ που με αγκάλιαζε πάντα και μου έφτιαχνε τη μέρα, τη Λ. που τη συγκινούσαν οι ρομαντικές πολυκατοικίες μου, τη Μ. που ήταν πάντα αυστηρή και με πείσμωνε, την Ή. που είναι τόσο τρυφερός και γλυκός άνθρωπος και με ηρεμεί η παρουσία της, την Η. που ήταν τόσο υπομονετική μαζί μου πάντα, την Ε., την Κ., τον Π., τον Πα., την Α., την κυρία Κ. και όλους όσους γνώρισα αυτόν τον ένα χρόνο και μου χάρισαν λίγο από τον χρόνο τους και τόσες όμορφες συζητήσεις.
Τις «πολυκατοικίες» που ήταν η πρώτη μου δουλειά για την εφημερίδα. Και τον Χ. που υπήρξε πραγματικός δάσκαλος για ’μένα… να θυμάστε: «Μάλιστα αφεντικό θα λες!»
Κατερίνα