Κλειστά από καιρό, μοιάζουν ξεχασμένα από τον χρόνο και τους ανθρώπους, με τη βιτρίνα τους γεμάτη σκονισμένα μπιχλιμπίδια. ΨΙΛΙΚΑ – ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΙ – ΕΙΔΗ ΠΡΟΙΚΟΣ, «μαντάρονται κάλτσες».
Μια πλαστική κουκλίτσα ντυμένη με πλεχτό φορεματάκι και δίπλα της ένα φτηνό τσίγκινο αυτοκινητάκι από αυτά που έκαναν τα φτωχόπαιδα της γειτονιάς ευτυχισμένα. Λίγο πιο ‘κει μια σχολική ποδιά που έχει ακόμα πάνω της το καρτελάκι «Πειραϊκή-Πατραϊκή». Ανάμεσα τους, σκόρπιες ξύλινες κουβαρίστρες, αναπτήρες, κουτιά με καλσόν, μαστίχες, υλικά για πλέξιμο.
Κάποτε αυτά τα μικρά μαγαζάκια ήταν το κέντρο της γειτονιάς, ένα σωρό κόσμος περνούσε την πόρτα τους, κοριτσάκια που ζητούσαν «1 μασουράκι κλωστή, 2 ματσάκια DMC και μια μπλε κορδέλα για τα μαλλιά», κοπέλες με φουρώ για να αγοράσουν μπαταρίες για το τραντζιστοράκι τους κι αγόρια με κοντό παντελονάκι για να πάρουν με το χαρτζιλίκι τους τον Μικρό Ήρωα.
Ο μαγαζάτορας ήταν ένα μυθικό πρόσωπο, αυτός άνοιγε το πακέτο με τις εφημερίδες που έρχονταν ακριβώς στις 12 κάθε μέρα και τις κρεμούσε με σοβαρό ύφος απ΄έξω. Ήξερε και όλα τα μυστικά του μικρόκοσμου της γειτονιάς αφού 2-3 φορές τη μέρα φώναζε να έρθει κάποια κυρα-Μαρίκα ή η δεσποινίς Φιλίτσα που τη ζητά «ο ξάδελφός της» στο τηλέφωνο.
Ποτέ δεν τον είχαμε δει εκτός του καταστήματος, σαν να είχε γεννηθεί ανάμεσα στις καραμέλες βουτύρου και στα τσιμπιδάκια, να είχε μεγαλώσει δίπλα στα πακέτα από τα τσιγάρα και να είχε πεθάνει ανάμεσα στα δεκάδες κουτιά με «είδη προικός»
Κι όμως, είναι σαν να ακούω τη φωνή του ακόμα και σήμερα να μου λέει: «Δεν έχω ρέστα, πάρε 2 τσίχλες!»
γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου | [email protected]