Πω πω! Όσο μεγαλώνω τόσο λιγότερα μου χρειάζονται.
Αυτό σκεφτόμουν πάνω στο μηχανάκι του φίλου μου του Ζώη, καθώς επιστρέφαμε, μεσημεράκι, από το κυριακάτικο παζάρι των ρακοσυλλεκτών, που συχνά πυκνά με φέρνει μέχρι τον Ελαιώνα.Είχα δει πριν λίγο την ωραιότερη Εκάβη του Ευριπίδη. Και δεν την έχω δει λίγες φορές… Και με τις καλύτερες! Αλλά τώρα, αυτό το ανέβασμα!…
Σκηνοθέτης ήταν ένας πανέξυπνος παλιατζής, καμιά εξηνταριά χρονών, και πρωταγωνίστριά του η φωτογραφία μιας παλιάς αρχόντισσας (ποιος να ξέρει από ποιους βαρβάρους κληρονόμους πεταμένη) μέσα στο όμορφο ξύλινο καδράκι της. Η σκηνογραφία, που προφανώς ήταν έργο του ιδίου, τόνιζε χωρίς «ιδέες» και «ευρήματα» τον πυρήνα της τραγωδίας: μπροστά η μεγαλοπρεπής βασίλισσα της Τροίας ασπρόμαυρη και πένθιμη με δυο σειρές μαργαριτάρια στο λαιμό της, όπως αρμόζει, και πίσω, τα πολύχρωμα λάφυρα από τη λεηλασία των Αχαιών.
Τίποτα άλλο δε χρειαζόταν πια για να ξυπνήσει μέσα μου το δράμα και ο πόνος όλου του ξεριζωμένου και ξεπεσμένου ντουνιά, από τότε έως σήμερα, παρά μόνο η ματιά αυτής της γυναίκας, έτσι, καθώς κοιτάζει το Θεό στα μάτια λέγοντάς του:
«Πού είναι ο γιος μου ο Πολύδωρος και η κόρη μου η Πολυξένη; Τώρα θα δείτε τι θα πάθετε… Πολυμήστορααααα… εκδίκηση!»
Τι χαρά με πλημμύρισε! Κάποτε ήθελα ολόκληρο θησαυρό επί σκηνής για να πεισθώ και τώρα μια φωτογραφία (στα αζήτητα), μου ξεκλείδωσε το θησαυρό που έχω μέσα μου για να νιώσω σαν αποκάλυψη ότι ο Καλλιτέχνης ούτε χρειάζεται να τα λέειούτε χρειάζεται να τα ξέρει όλα, απλώς, πρέπει να δείχνει με το μικρό του δαχτυλάκι αυτό που όλοι έχουμε μέσα μας και ίσως το έχουμε ξεχάσει με τις «υπερπαραγωγές», γενικώς…