Κάποτε υπήρξε ένας άνθρωπος που ποθούσε να γίνει κηροποιός. Όταν έµαθε την τέχνη, σκέφτηκε να ανοίξει ένα µαγαζί στο χωριό του για να πουλάει τα κεριά του, όµως κάποιοι φίλοι του είπαν ότι είναι τρελός και επιπόλαιος, και είναι σίγουρο ότι θα αποτύχει. Εκείνος άκουσε προσεκτικά την συµβουλή τους αλλά αποφάσισε παρόλα αυτά να το τολµήσει.
Πολύ σύντοµα, και προς έκπληξη των φίλων του, οι δουλειές του κηροποιού πήγαιναν όλο και καλύτερα. Σπίτια και εκκλησιές προµηθεύονταν κεριά από το µαγαζί του, δίνοντάς του το κίνητρο να δηµιουργεί ποικίλες θαυµαστές κηροτεχνίες. Τα κεριά του ευοδούσαν µέλι, κρίνα και λεβάντα, σάνταλο και πασχαλιά, πεύκο, κυπαρρίσι, άνθη πορτοκαλιάς και κέδρου, όλα παρµένα από τα βουνά και τα λιβάδια του χωριού του, και τα αρώµατα απλώνονταν από το µαγαζί του σε όλο τον γύρω τόπο. Κάποια µέρα, κι ενώ τα κέρδη του ανέβαιναν σταθερά, τον πλησίασαν κάποιοι καλοντυµένοι κύριοι µε σκοπό να του κάνουν εµπορική πρόταση.
-“Έλα φίλε στην πόλη να φτιάχνεις κεριά στο εργοστάσιό µας, και εµείς θα σε χρηµατοδοτήσουµε αδρά και θα εµπορευτούµε την πραµάτεια σου”.
-“Καλή και επικερδής η πρότασή σας φίλοι µου” τους απάντησε ο κηροποιός, “αλλά αν έρθω µαζί σας, το χωριό που µε στήριξε και µε ανέδειξε, θα µείνει πλέον χωρίς κεριά, και αυτό είναι κάτι που δεν µπορώ να το ανεχτώ…”
***
Μια µέρα ήρθε ένας πλανόδιος κηροπώλης και έστησε τον πάγκο του στην πλατεία του χωριού. Πούλαγε τα κεριά του στη µισή τιµή, αφού είχε βάλει παραφίνες και ακέρωτα φυτίλια που καιγόντουσαν γρήγορα. Οι χωριανοί, όντας ανήξεροι, ενθουσιάστηκαν και ψώνισαν πολλά φθηνά κεριά νοµίζοντας ότι θα τους φτάσουν για όλον τον χειµώνα. Και πάλι εµφανίστηκαν οι καλοντυµένοι κύριοι να κάνουν την ίδια πρόταση στον κηροπλάστη.
-“Κοίτα φίλε πώς σε πρόδωσαν οι χωριανοί σου. Πάνε όλοι στον πλανόδιο που πουλάει σκάρτο πράγµα και φτηνό. Έλα µαζί µας να δουλέψεις, και όλη η πόλη θα σε προσκυνήσει.”
-“Καλή και επικερδής η πρότασή σας φίλοι µου”, τους απάντησε ξανά, “αλλά όταν οι χωριανοί καταλάβουν το λάθος τους και ξεµείνουν από κεριά στα µέσα του χειµώνα, θα πρέπει να είµαι εδώ να τους υποδεχτώ, αλλιώς τα παιδιά τους θα κάνουν τα µαθήµατά τους στο σκοτάδι, και αυτό είναι κάτι που δεν µπορώ να το ανεχτώ..”.
***
Κάποια χρονιά χτύπησε κρίση το χωριό, τα σπαρτά κάηκαν από τις πολλές βροχές και το χαλάζι, και οι σοδειές δεν επαρκούσαν. Οι χωριανοί βυθίστηκαν στην φτώχεια και δεν είχαν να πληρώσουν ούτε για λάδι στο καντήλι τους, ούτε για κεριά. Ο κηροποιός αποφάσισε να αδειάσει τις αποθήκες του και να προµηθεύει βερεσέ όλα τα σπίτια µε κεριά, ώσπου να έρθει η εποχή του θερισµού και να βλαστήσει νέα σοδειά. Οι χωριανοί του, γεµάτοι ευγνωµοσύνη, µοιράζονταν το λιγοστό ψωµί µαζί του, και έτσι ούτε αυτός δεν πείναγε, ούτε εκείνοι ξεµέναν από φως. Τρίτη φορά τον πλησίασαν οι καλοντυµένοι κύριοι και γεµάτοι έπαρση και κοµπασµό, τον ρώτησαν ξανά.
-“∆εν βλέπεις φίλε ότι η τύχη σου παλινδροµεί, σαν την ανεµοδούρα που την χτυπάει αλύπητα το κύµα και ο Βαρδάρης; Από τα υψηλά στα χαµηλά, και από τα πλούτη στην ζητιανιά για λίγο φαί. Έλα στην πόλη, και θα διαπιστώσεις ότι εµάς δεν µας αγγίζει ούτε κακοκαιρία, ούτε κρίση. Έλα λοιπόν µαζί µας να ζήσεις τη ζωή!”
-” Καλή και επικερδής η πρότασή σας φίλοι µου, αλλά δεν έρχοµαι και να σας εξηγήσω το γιατί…
Aπό το στόµα σας κύλησε µόνο τρέλα, διχασµός και ασυναρτησία. Ζωή είναι και ο Μπάτης, ζωή και ο Βαρδάρης. Ζωή είναι ο ήλιος, ζωή και η συννεφιά. Γιατί η κούρασή µου χορταίνει την πείνα µου, και τα ελέη µου χορταίνουν την ψυχή µου. Γιατί οι λαµπάδες µου είναι φτιαγµένες να φεγγοβολούν πάνω στα πρόσωπα των φίλων και γειτόνων µου. Γιατί το άρωµα από τα άνθη του χωριού µου ποτίζει το µελισσοκέρι µου ακόµα και στα κρύα. Γιατί εγώ θέλω να αποκτήσω αδελφούς και όχι παραγιούς. Γιατί εγώ είµαι κηροποιός και όχι κηροστάτης. Γιατί αυτό που µου υπόσχεστε δεν λέγεται ζωή. Λέγεται έρηµος. Λέγεται µοναξιά και εγκατάλειψη. Λέγεται απάθεια. Λέγεται κάτι άλλο που µου το ντύσατε µε µεταξένια λόγια και φανφάρες, τρίτη φορά το αποκρύψατε, τρίτη φορά το παραλείψατε.
Γι’αυτό κι εγώ το κάνω πολύ κέφι, τρίτη φορά να σας αρνούµαι…
Όµως µην µου θυµώνετε και µην στεναχωριέστε. Τα λόγια σας µε χόρτασαν κι εγώ όταν µπω στην εκκλησιά θα ανάψω ένα κερί στη µνήµη σας, φτιαγµένο από τα χέρια µου και από την θέλησή µου να απολαύσω την ζωή όπως µου δίνεται. Πλασµένο µε το πείσµα µου και τις ευχαριστίες των ανθρώπων µου, στρωµένο στο γερό καλούπι της απόφασής µου να µην γίνω ποτέ σαν και του λόγου σας. Γιατί ήρθατε τρεις φορές να κάνετε κακό παρά καλό, στην τέχνη µου, στον κόσµο µου, στην ανηφόρα µου, αλλά κυρίως γιατί καταχραστήκατε την φιλοξενία του χωριού µου, την ευγένεια του ονείρου µου, την εξουσία της συνείδησής µου πάνω στους χειµώνες, και αυτό είναι σίγουρα κάτι που δεν µπορώ να το ανεχτώ.”
Discussion about this post