Πολύ πριν την έλευση των κινητών και του ∆ιαδικτύου, όταν τα τηλέφωνα ήταν σταθερά, λιγοστά και πρωτόγονα, η «τηλεφωνήτρια» (ποτέ «τηλεφωνητής») ήταν µια µορφή σχεδόν αρχετυπική: µια κοπέλα µε ακουστικά µπροστά σε ένα πίνακα µε δεκάδες καλώδια, να εξυπηρετεί τους συνδροµητές που ζητούσαν σύνδεση. Τότε η λέξη «σύνδεση» σήµαινε απλώς την διεκπεραίωση ενός απλού τηλεφωνήµατος, ακόµα και αστικού!
Στη δεκαετία του 1950, ο Οργανισµός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος αποτελούσε έναν από τους πυλώνες της ανάπτυξης. Το 1949, όταν ιδρύθηκε ο ΟΤΕ, υπήρχε ένα τηλέφωνο ανά 100 κάτοικους. ∆έκα χρόνια αργότερα, ο ΟΤΕ κατάφερε να τριπλασιάσει την αναλογία.
Το 1955, µια πενταετία µετά την ανέγερση του µεγάρου του ΟΤΕ στην Πατησίων, άρχισαν ξαφνικά να σηµειώνονται αθρόα κρούσµατα λιποθυµιών στην Αίθουσα Υπεραστικού Μεταλλάκτου. Επειδή ήταν καλοκαίρι, αυτά αποδόθηκαν στην πολλή ζέστη.
«Οι τηλεφωνήτριες, όπως είνε αφοσιωµένες στην εντατική δουλειά τους αισθάνονται ξαφνικά ότι δεν είνε καλά, καταλαµβάνονται από γενική εξάντλησι, έχουν τάσι προς έµετο, πονεί το κεφάλι τους και τα χέρια τους και τα πόδια τους παραλύουν. Άλλες επίσης αισθάνονται στην αρχή σκοτοδίνη και κατόπιν δύσπνοια και πόνους στον αυχένα» (Ακρόπολις 31.7.1955).
Τα κρούσµατα ξέσπασαν πάλι τον Οκτώβριο που δεν είχε ζέστη. Αποδόθηκαν στη στενότητα χώρου. Ο επιθεωρητής επαγγελµατικής υγιεινής του υπουργείου Εργασίας Ι. Μελισσηνός είπε.
«Το φαινόµενον οφείλεται εις τας καιρικάς συνθήκας χωρίς να αποκλείεται και µία οµαδική ψύχωσις» (Ελευθερία 22.10.1955). Το ∆εκέµβριο οι ειδικοί αποφάνθηκαν ότι το φαινόµενο οφειλόταν στον ερεθισµό του λαβύρινθου των αυτιών των τηλεφωνητριών. (Ακρόπολις 1.12.1955).
Το 1963 το θέµα επανήλθε µε νέες οµαδικές λιποθυµίες. Τώρα αυτές αποδόθηκαν σε δηλητηρίαση από µονοξείδιο του άνθρακα. (Έθνος 16.10.1963). Το Νοέµβριο της επόµενης χρονιάς ανακοινώθηκε ότι οι τηλεφωνήτριες θα κατέβαιναν σε απεργία µε βασικό αίτηµα τη λήψη µέτρων για την αποφυγή των λιποθυµιών. Νέα έξαρση του φαινοµένου παρατηρείται το καλοκαίρι του 1966. (Αθηναϊκή 3.8.1966).
Η δικτατορία δεν ήταν και η καλύτερη περίοδος για εκδήλωση εργασιακών διαµαρτυριών (πόσο µάλλον για απεργίες!). Με τη Μεταπολίτευση όµως το φαινόµενο επανήλθε δριµύτερο. Στις 23 Οκτωβρίου 1975 εξήντα τηλεφωνήτριες µεταφέρθηκαν στο Ρυθµιστικό Κέντρο.
Οι οµαδικές λιποθυµίες προκάλεσαν πανικό στις 800 εργαζόµενες που άδειασαν τροµοκρατηµένες την αίθουσα. Τα υπεραστικά τηλεφωνικά κέντρα νεκρώθηκαν επί δυόµιση ώρες. Σε ερώτηση δηµοσιογράφου, ο υφυπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών απέκλεισε «χουντική ενέργεια».
Οι λιποθυµίες συνεχίστηκαν και τις επόµενες µέρες. Οι διάφοροι ειδικοί που ερεύνησαν δεν κατόρθωσαν να συµφωνήσουν για την αιτία του φαινοµένου, ενώ οι λιποθυµίες συνεχίζονταν.
Το Σεπτέµβριο του 1978 νέα έξαρση. Τώρα ο σύλλογος των τηλεφωνητριών ισχυριζόταν ότι οι λιποθυµίες οφείλονταν στον πεπιεσµένο αέρα που διοχετεύει στην αίθουσα ο πνευµατικός σωλήνας που διακινούσε τα τηλεγραφήµατα ο οποίος αντλούσε αέρα από µολυσµένους χώρους, όπως οι χώροι των µετασχηµατιστών (Βραδυνή 26.9.1978). Τα κρούσµατα συνεχίστηκαν τον Οκτώβριο και το Νοέµβριο.
Στις 17 και 18 Νοεµβρίου λιποθύµησαν 20 διατρήτριες (όχι τηλεφωνήτριες), στο Μηχανογραφικό Κέντρο του ΟΤΕ, στο Ρουφ. Οι γιατροί του ΟΤΕ διέγνωσαν ότι δεν είχαν τίποτα σοβαρό. «Νιώσαµε στην αρχή µια τάση για έµετο, έξαψη, µούδιασµα, ρίγη, δύσπνοια, πτώση θερµοκρασίας και… χάσαµε τις αισθήσεις µας», είπαν οι κοπέλες.
Η επιδηµία στο Μηχανογραφικό συνεχίστηκε –πλήττοντας µάλιστα και δυο καθαρίστριες που είχαν µπει στο χώρο εργασίας! «Σε νευροφυτικές διαταραχές (νευρική διέγερσι) αποδίδουν οι γιατροί του ΟΤΕ τα λιποθυµικά κρούσµατα στις χειρίστριες του Μηχανογραφικού Κέντρου του οργανισµού στου Ρουφ», ανακοίνωσε στις 9 ∆εκεµβρίου ο ΟΤΕ.
Τα σχετικά ρεπορτάζ δεν άφηναν να εννοηθεί ότι υπήρχε κάτι παράξενο στην όλη ιστορία. Η έµφαση ήταν στις δυσµενείς συνθήκες εργασίας, στην έλλειψη επιδοµάτων αλλά και στη ρύπανση της ατµόσφαιρας –θέµα που ήταν πολύ του συρµού τότε.
Η ανυπαρξία συνδικαλιστικού κινήµατος στη διάρκεια της δικτατορίας, προκάλεσε το ξέσπασµα ενός κύµατος διεκδικήσεων που είχαν παραµείνει καιρό ανεκπλήρωτες και ανοµολόγητες.
Το πρόβληµα όµως συνεχιζόταν. Τον Αύγουστο του 1979 ο καθηγητής ∆ηµήτριος Τριχόπουλος θα δηλώσει σχετικά: «Το επάγγελµα της τηλεφωνήτριας είναι ικανό να δηµιουργήση νευρική υπερέντασι που επιτείνεται από διάφορες εργασιακές συνθήκες και τελικώς εκδηλούται µε τα γνωστά συµπτώµατα όταν υπάρξη ένας εκλυτικός παράγοντας […] µια οποιαδήποτε απότοµη µεταβολή ή µειονεκτική λειτουργία ενός συστήµατος που εξασφαλίζει σωστό φυσικό περιβάλλον, όπως πχ ο µειονεκτικός εξαερισµός ή κλιµατισµός». (Ακρόπολις, 2.8.1979)
Το φαινόµενο σταµάτησε µετά το 1981. Αν υπήρξε κάποια αιτιακή συσχέτιση µε την άνοδο του «ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και του λαού στην εξουσία» και την σηµαντική αύξηση των µισθών των δηµοσίων υπαλλήλων, παραµένει ανεπιβεβαίωτο.
Ανεπιβεβαίωτη παραµένει ακόµα και η «συνωµοσιολογική» πτυχή του θέµατος: υποτίθεται πως την εποχή εκείνη οι ιθύνοντες κάλεσαν τον αµφιλεγόµενο µηχανολόγο και εφευρέτη Γεώργιο Γκιόλβα (1920-2003) να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Ο Γκιόλβας εντόπισε ότι το πρόβληµα προερχόταν από ακτινοβολία υποήχων. Λίγες µέρες µετά το πρόβληµα είχε λυθεί. Ο Γκιόλβας ζήτησε αµοιβή 25 εκατ. δραχµών. Μέχρι το θάνατό του ισχυριζόταν ότι οι υπεύθυνοι συµφώνησαν, αλλά τα χρήµατα αυτά δεν τα πήρε ποτέ.
Discussion about this post