“Στο είπα ότι δεν ξέρω να φτιάχνω πύργους στην άμμο”, φώναξε δυνατά πίσω από τον
βράχο με κλειστά τα μάτια η μικρή Άννα.
“Δεν ξέρω και δεν θα μάθω ποτέ, γιατί με αφήνεις εδώ;”
Ο Στέργιος κάθισε ήσυχα όπως κάθε πρωί στο παραδοσιακό καφενείο του λιμανιού σε
σημείο τέτοιο ώστε να παρακολουθεί προσεκτικά κάθε κίνηση της Άννας. Τα λόγια της
ταξίδευαν στον άνεμο και έφταναν ως εκείνον. Δεν απάντησε. Εκείνη συνέχισε..
“Κάθε καλοκαίρι μου λες πως θα πάμε ένα μακρινό ταξίδι, σε ένα μαγικό νησί. Κάθε
καλοκαίρι μου λες το ίδιο, αλλά ποτέ δεν πάμε, μ’ακούς μπαμπά;” Τα μάτια της τα
κρατούσε τώρα μισόκλειστα.
Ο Στέργιος έπινε νωχελικά τον καφέ, κοιτώντας το απέραντο, λες και χάραζε στη θάλασσα
δρόμο για να φύγει ταξίδι. Ήταν και τα λόγια της μικρής.
Ο Αναστάσης, αφού άφησε μια δυο παραγγελίες στα διπλανά τραπέζια, πλησίασε τον
Στέργιο.
“Πάλι δεν της απαντάς ε; Έχεις δίκιο ό,τι κι αν πεις.. Τι να κάνει όμως κι αυτό το καημένο;..”
Έκανε να φύγει, χωρίς να περιμένει απάντηση, ύστερα σταμάτησε πάλι και τελείωσε τη
σκέψη του “Τσακισμένες ζωές, κεχριμπαρένιες”.
Ο Στέργιος ήπιε μια γρήγορη γουλιά ακόμη από τον καφέ και σηκώθηκε. Κατέβηκε στην
άμμο και έφτασε στο μέρος της Άννας.
“Φεύγουμε..Σήκω”
Η μικρή άνοιξε τα μάτια και κοίταξε στο κενό. Γεμάτη αγωνία τον ρώτησε:
“Για το ταξίδι;”
“Όχι, για το σπίτι”.
Τότε η μικρή έβαλε τα κλάματα. Μέσα στους λυγμούς της ρώταγε διαρκώς “Γιατί, γιατί
μπαμπά, πότε.. αφού μου το υποσχέθηκες… γιατί;”
“Αφού στο υποσχέθηκα θα πάμε ταξίδι, αλλά όταν μεγαλώσεις..Τώρα ακόμα είσαι μικρή”
Την έπιασε από το χέρι και εκείνη τον ακολούθησε με ένα πνιγμένο παράπονο..
Η Άννα ήταν οκτώ χρονών. Ένα παιδί γεμάτο ζωή, αλλά χωρίς φως. Ήταν τυφλή, και όσο
μεγάλωνε παρουσίαζε και άλλα προβλήματα. Ελαφρά νοητική καθυστέρηση είπαν οι
γιατροί.
Ο Στέργιος στα τριανταοκτώ έμοιαζε γέρος. Ήταν όμορφος, έζησε χρόνια ολόκληρα μέσα
στην περιπέτεια, ταξίδεψε τη μισή γη, αλλά ποτέ δεν ησύχαζε και πουθενά. Ήθελε και την
άλλη μισή. Από μικρό οι γονείς του τον πίεζαν να μάθει μια τέχνη ή να σπουδάσει κάτι
μεγάλο, να γίνει ένας σημαντικός άνθρωπος πρώτα για τον εαυτό του και ύστερα για την
κοινωνία. Αλλά εκείνος αγαπούσε τα ταξίδια. Σε ένα από αυτά συνάντησε την αγαπημένη
του. Μια γυναίκα που τον μάγεψε. Μείνανε μαζί χρόνια, ύστερα ήρθε το παιδί. Όταν εκείνη
συνειδητοποίησε ότι το παιδί δεν βλέπει, έγινε καπνός.
Ο Στέργιος έμεινε πίσω, όχι γιατί ήταν δυνατός, αλλά γιατί εκείνος δεν πρόλαβε να φύγει
πρώτος.
Εκεί που περιμένεις πως η ζωή σου τα χαρίζει όλα απλόχερα, πως έχεις ό,τι πολύτιμο
υπάρχει, ξαφνικά συνειδητοποιείς πως το προστατευτικό γυαλί μέσα στο οποίο ζεις σπάει
και μέσα στον πρωτινό γυάλινο κόσμο σου μπαίνει η κοφτή πραγματικότητα. Ξαφνικά
βλέπεις πως όλα εκείνα τα μελό έργα στον παλιό κινηματογράφο γίνονται ζωή σου..
Ο Στέργιος έμεινε και έγινε όλα όσα δεν είχε το παιδί. Έγινε τα μάτια του, έγινε το μυαλό
του.
Ξέχασε τα ταξίδια κι έπιασε δουλειά στο νησί. Τα καλοκαίρια στις οικοδομές, τους χειμώνες
μεροκάματα από δω κι από κει.
Όταν ο καιρός ήταν καλός του άρεσε πάντα να κατεβαίνει στο μικρό λιμάνι, εκεί που
δένανε οι ψαρόβαρκες και να πίνει ελληνικό καφέ από τα χέρια του Αναστάση. Πόσο του
είχε σταθεί κι αυτός ο Αναστάσης. Μήπως κι εκείνος είχε λιγότερα βάσανα; Αλλά τον
αγαπούσε τον Στέργιο και τη μικρή. Και όσο μπορούσε τους βοηθούσε. Μέχρι και χρήματα
του έδωσε για να πάει το παιδί σε καλούς γιατρούς, αλλά τα χρήματα στην προκειμένη
περίπτωση δεν μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα. Μπορούσαν να ταξιδέψουν τον
Στέργιο στην άλλη άκρη του κόσμου, αλλά όχι να ανοίξουν τα μάτια και το μυαλό ενός
παιδιού.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ο Στέργιος απολάμβανε και τη βραδινή θέα από την αυλή
του σπιτιού του. Περισσότερο ουρανό και λιγότερη θάλασσα, και τα δύο όμως σκοτεινά. Το
βράδυ που όλα ησυχάζανε διάβαζε καλύτερα τις σκέψεις του. Το παιδί κοιμόταν. Κι εκείνος
νύσταζε πολύ, παρόλο το δροσερό αεράκι το μυαλό είχε αρχίσει να μπαίνει στο ταξίδι του
ύπνου.
Αποκοιμήθηκε στο τραπέζι της αυλής χωρίς να το καταλάβει και ξύπνησε από τη δυνατή
βροχή, τις αστραπές και τις βροντές. Η Άννα είχε ξυπνήσει από τον θόρυβο και φώναζε
“Μπαμπά, μπαμπά που είσαι.. φοβάμαι..!” Έτρεξε στο δωμάτιο της μικρής και την είδε να
κάθεται στο κρεβάτι της τυλιγμένη με το καλοκαιρινό σεντόνι. Το κοίταζε μέσα στα μάτια.
Ο Στέργιος πάτησε το διακόπτη αλλά το φως δεν άναβε. Έψαχνε για κερί, αλλά μάταια.
Ύστερα συνήθισαν τα μάτια στο σκοτάδι και άρχισε να βλέπει καθαρά τα μάτια του
παιδιού. Έξω είχε τόσο φως με την καταιγίδα και τις αστραπές.
“Άννα… με βλέπεις;” την ρώτησε με μεγάλη απορία.
“Ναι” του είπε η μικρή. “Γιατί με ρωτάς αν σε βλέπω μπαμπά;”
Το μυαλό του έπαιζε κρυφτό με τη λογική ή κάτι άλλο συνέβαινε.
“Γιατί κορίτσι μου γλυκό δεν με έβλεπες.. Με έχεις δει ποτέ;”
Τότε η Άννα με την φυσικότητα ενός παιδιού, χωρίς νοητικά προβλήματα του εξήγησε:
“Πάντα σε έβλεπα και πάντα σε βλέπω μπαμπά.. Κάνεις κάτι ερωτήσεις.. Θυμάμαι τα
λυπημένα σου μάτια από τότε που ήμουν πιο μικρή. Κι ακόμα λυπημένα είναι.. αλλά δεν
ξέρω γιατί.. Εντάξει νομίζω πως καταλαβαίνω πως κι εσύ θες να πάμε εκείνο το ταξίδι,
αλλά δεν μας φτάνουν τα λεφτά μας. Δεν πειράζει, όμως. Μην στενοχωριέσαι γι’αυτό.
Κάποτε θα πάμε, έτσι δεν είναι;”
Ο Στέργιος έμεινε βουβός να την κοιτάει. Και ύστερα απάντησε “Ναι….. έτσι είναι”.
Το φως άναψε απότομα και τα μάτια κλείσανε από την απότομη αλλαγή.
Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, ήταν πάνω στο τραπέζι της αυλής. Ένας ζεστός,
καλοκαιρινός ήλιος φώτιζε την πλάση. Είχε ξημερώσει..
“Αχ, όνειρο ήτανε.. “ μονολόγησε..
Η ζωή έχει επεισόδια. Η ζωή είναι σαν ένα περίεργο είδος κεχριμπαριού. Το ρετσίνι βγήκε
σαν δάκρυ μέσα από το δέντρο. Έπεσε στη γη, μπλέχτηκε με ξερά φύλλα, με λάσπες, με
έντομα, απολιθώθηκε. Περάσαν εκατό χρόνια. Έγινε πολύτιμος λίθος, το κεχριμπάρι.
Είδε την αλήθεια της ζωής του σε ένα όνειρο.
Έπιασε τα ρούχα του, ήταν βρεγμένα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Έτρεξε στο
δωμάτιο της μικρής. Εκείνη κοιμόταν τόσο ήρεμη.
Και το φως άναβε ακόμα.
Ευδοκία Δαβυτίδου
9 φορές που η «Τέχνη* προκάλεσε
Σε μια εποχή που γενικά το μανούριασμα είναι της μοδός και με αυτό μετράμε τη φτωχή μας ύπαρξη, η τέχνη βρίσκεται στο...
Διάβασε περισσότεραDetails
Discussion about this post