Τα περισσότερα καλοκαίρια στην παιδική μου ηλικία τα περνούσα με την γιαγιά μου τη Χρυσούλα στον Πειραιά. Όταν έκλειναν τα σχολεία, έφευγα από το Λουτράκι, όπου μέναμε μόνιμα με τους γονείς μου και τα αδέρφια μου, και πήγαινα στη Νεάπολη της Νίκαιας στην πλατεία Σπάθα. Έμενα στην γιαγιά και τον παππού Δημήτρη τουλάχιστον για ένα μήνα. Θυμάμαι πολλούς φίλους που παίζαμε στη γειτονιά, να με πειράζουν και να μου λένε, «Καλά, ρε φίλε, εσύ φεύγεις από τη θάλασσα κι έρχεσαι εδώ στο καυσαέριο και τη ζέστη;» Τους κοιτούσα απορημένα γιατί εμένα η θάλασσα δεν μου έλειπε, ζούσα στη θάλασσα και την είχα τις πιο πολλές μέρες και ώρες στη ζωή μου.
Η πόλη μου έλειπε και αυτά που με γοήτευαν ως παιδί, που τότε μου φάνταζαν όλα ωραία και μεγάλα, και όλη αυτή η ζωή της Αθήνας που δεν μπορούσες να τη ζήσεις σε μια επαρχιακή πόλη. Τα πολλά μαγαζιά, οι παιδικές χαρές και τα λούνα παρκ, οι μεγάλοι δρόμοι, η κίνηση στους δρόμους, η πολλή φασαρία, οι μεγάλες πολυκατοικίες. Ξέρω ότι όλα αυτά που σε έναν ενήλικα φαίνονται πολλά απ’ αυτά εφιάλτης, σε ένα παιδί του φαίνονται μια ζωή σαν παιχνίδι. Ένα παιχνίδι όπως το κυνηγητό και το κρυφτό, κλέφτες κι αστυνόμους ή σαν αυτά που βλέπαμε στην τηλεόραση όπως ο «Αστυνόμος Σαΐνης» και ο «Ντένης ο τρομερός». Ήταν σα να έχεις μπει μέσα σε παιδική σειρά και παίζεις, κι είσαι κι εσύ ένας από τους ήρωες που βλέπεις. Κάπως έτσι ήταν η παιδική ζωή μας. Για τους μεγάλους η καθημερινή ζωή στην πρωτεύουσα, ήταν και είναι όπως ακριβώς την αποτυπώνει ο Μιχάλης Κακογιάννης στην ταινία του Πάνω Κάτω και Πλαγίως (1992).
Εκεί κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου είναι το Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας. Εκεί είδα ως παιδί τις πρώτες μου συναυλίες με θείους και μεγαλύτερα ξαδέρφια. Είδα την Χαρούλα, τον Νταλάρα, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, την Ελευθερία, την Άλκηστη, τους Κατσιμιχαίους και πολλές θεατρικές παραστάσεις.
Τα απογεύματα θυμάμαι, πηγαίναμε με πούλμαν που βάζανε εκεί κάπου στην Γρηγορίου Λαμπράκη, κάθε μέρα για μπάνιο στη θάλασσα, στο Λαγονήσι. Τίγκα το πούλμαν με παιδιά, νέους, μαμάδες και μεγάλους ανθρώπους συνταξιούχους που ήθελαν να κάνουν ένα μπάνιο να ξεσκάσουν και να δροσιστούν. Μέσα στο πούλμαν βάζανε κασέτες κι ακούγαμε διάφορα τραγούδια, τα «Βαμμένα Κόκκινα μαλλιά» με τον Νταλάρα, το «Έΐ» με τη Χαρούλα, το «Να ‘χε η νύχτα άκρη» με την Ελευθερία, το «Βενζινάδικο» με την Άλκηστη, τα «Χαιρετίσματα» με τον Βασίλη, αλλά και λαϊκά τραγούδια: Ρίτα Σακελλαρίου, Λίτσα Διαμάντη, Δούκισσα, Στράτο Διονυσίου. Σουξέ της εποχής από Κωνσταντίνα, Γαρμπή, Μαντώ, Πωλίνα, Μπίγαλη, Αρβανίτη, χαριτοδιπλωμένο, τα «Κλασικά» με την Αλέξια, καλοκαιρινά Hitάκια τύπου «Το Καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά…» και «Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε», ξένα pop Madonna και Michael Jackson, techno, house και σχεδόν πάντα στο τέλος, καταλήγαμε επιστρέφοντας το βραδάκι στα «Νησιώτικα» του Πάριου χορεύοντας -ο Θεός να το έκανε χορό αυτό, ο ένας πάνω στον άλλον στον διάδρομο τον στενό του πούλμαν-, και τραγουδούσαμε δυνατά και όλα ήταν ξένοιαστα και χαρούμενα. Με τα σώματά μας να μυρίζουν θάλασσα και αντιηλιακό και τα χέρια καρπούζι και βερίκοκο.
Γυρνούσαμε με τη γιαγιά στο σπίτι ανεβαίνοντας μια μεγάλη ανηφόρα, τρώγοντας πάντα παγωτό καϊμάκι κι εγώ εξαντλημένος από το παιχνίδι, το κολύμπι, τα γέλια και τις φωνές, μόλις φτάναμε έμπαινα στο μπάνιο να πλυθώ, με ένα σαμπουάν που μύριζε πράσινο μήλο και ένα αφρόλουτρο με το ίδιο άρωμα, και όποτε τύχει να μυρίσω πράσινο μήλο με πάει η μυρωδιά του σε εκείνα τα χρόνια.
Τρώγαμε το βραδινό μας, πήγαινα στο δωμάτιο και εγώ από παιδί με τα walkman μου στα αυτιά, διάβαζα μερικές σελίδες από το αγαπημένο μου παιδικό βιβλίο, Ο κήπος με τ’αγάλματα της Ελένης Σαραντίτη, και με έπαιρνε ο ύπνος γλυκά με τον ανεμιστήρα πάνω μου να φυσά τα πιο αθώα μου όνειρα.
Αν ήταν ένα από τα τραγούδια που λατρεύω, τα καλοκαίρια μου εκείνα, θα ήταν τα «Καλοκαίρια» σε στίχους του Ευγένιου Αρανίτση και μουσική Γιάννη Σπάθα, με τον Βασίλη Λέκκα. Όποτε το ακούω με γυρνάει στην παιδική μου ηλικία ενώ είναι ένα τραγούδι «τραύμα» κι όχι παιδικό. Κάποια νοσταλγία κρύβει προφανώς και με συγκινεί ιδιαίτερα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω και δεν θα το κάνω γιατί αυτά είναι άκρως προσωπικά «τραύματα». Και λέω «τραύματα» γιατί η Ελλάδα και οι άνθρωποι τότε μου φαινόντουσαν αλλιώς. φάνταζαν αλλιώς τα χρόνια… κι ούτε καν μου περνούσε από το μυαλό μια τέτοια Ελλάδα εν έτη 2023.
Τώρα, γράφω αυτό το κειμενάκι που μου ζητήθηκε, στο σπίτι εδώ της γιαγιάς και του παππού, εδώ που επιστρέφω ξανά και ξανά, στη 1 μετά τα μεσάνυχτα με ένα ποτήρι λευκό κρασί και ακούω από το cd τον Βασίλη Λέκκα να λέει…
«Η νύχτα ψάχνει ένα κλειδί
μα η μέρα είναι θάλασσα ανοιχτή.
Τα Καλοκαίρια θα θυμάμαι πάντα.
Χωρίς να ξέρω το γιατί
μια υποψία μες στο κάθε τι
τα Καλοκαίρια μου θυμίζει πάντα.
Προσπάθησα για χρόνια
να βγω
απ’ τον κόσμο αυτό
για να βρω
τα κρυμμένα λόγια
κι όλες του πόνου
τις αφορμές.
Κάποια γυναίκα
σα θεά
ονειρεύομαι συχνά
μα κι αυτή
δεν θα ‘ρθει.
Του κόσμου η φλέβα είναι χρυσή
κι η αγάπη που `ναι αλήθεια σκοτεινή
τα καλοκαίρια μού θυμίζει πάντα.
Χωρίς να ξέρω το γιατί
μια υποψία μες στο κάθε τι
τα καλοκαίρια μου θυμίζει πάντα.
Ταξίδεψα και είδα
φωτιές
σ’ άλλες εποχές –
το παρόν
ήταν μια αχτίδα
μες στων ανθρώπων
το παρελθόν.
Κάποια γυναίκα
σαν θεά
ονειρεύομαι συχνά
μα κι αυτή
δεν θα ‘ρθει.
Του ονείρου η χώρα είναι βουβή
και του ουρανού το φως έχει χαθεί.
Τα καλοκαίρια θα θυμάμαι πάντα…»