Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, ο κ. Παναγιώτης Καπελιώτης που κατοικούσε στο Βύρωνα, ήταν μαθητής Γυμνασίου. Ο ίδιος μας διηγείται:
«Σχεδόν αξημέρωτα της 28ης Οκτωβρίου 1940 -Δευτέρα ήταν- ξυπνήσαμε από τις σειρήνες και τις καμπάνες που χτυπούσαν. Πεταχτήκαμε έξω κι ακούγαμε φωνές: “Πόλεμος! Μπήκαμε στον πόλεμο!” Στη γειτονιά επικρατούσε αναβρασμός, όλοι είχαν βγει στους δρόμους, άλλοι κρατώντες σημαίες, άλλοι πηγαίνοντας σε σπίτια που είχαν ραδιόφωνο για να μάθουν περισσότερα. Στις 9:30 το πρωί έγιναν οι πρώτοι αεροπορικοί βομβαρδισμοί στον Πειραιά κι ύστερα μάθαμε ότι βομβαρδίστηκε η διώρυγα της Κορίνθου. Όσοι ήταν στην κατάλληλη ηλικία έφευγαν για το μέτωπο.
»Εγώ τότε ήμουν 17 χρονών κι έβραζε το αίμα μου. Συνεννοηθήκαμε με φίλους μου και όλοι μαζί, δεκαπέντε άτομα, φύγαμε από το Βύρωνα και πήγαμε με τα πόδια μέχρι το σπίτι του μεγάλου μας ποιητή Κωστή Παλαμά που βρισκόταν στην Πλάκα. Απ’ όπου περνούσαμε βλέπαμε ένα ανθρώπινο ποτάμι, οι στρατιώτες πήγαιναν τραγουδώντας προς τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, ο κόσμος ζητωκραύγαζε, από τα ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών ακούγονταν εμβατήρια, κάποιες γυναίκες έκλαιγαν. Κάποτε φτάσαμε στο σπίτι του Παλαμά, όπου είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος. Εκεί να δεις τι γινόταν! Όλοι περίμεναν να μιλήσει. Σαν βγήκε στο μπαλκόνι του, έπαψαν όλες οι φωνές, καρφίτσα να έπεφτε δεν ακουγόταν κι εκείνος μεγαλόπρεπα απήγγειλε: “Τούτο τον λόγο θα σας πω, κι όχι άλλο κανένα, μεθύστε με το αθάνατο κρασί του ’21”.
Πιαστήκαμε και χορεύαμε σαν να ήταν γιορτή».
γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου – Δημοσιογράφος (Association of European Journalists AEJ)
[email protected]