Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό, στα μέρη εκείνα που πυρώνει για τα καλά ο ήλιος κάτω απ’ τις αχτίδες του και κατακαίει τον τόπο, ζούσαν τρεις αντιλόπες.
Ήταν λέει αυτές από κείνη τη ράτσα που τους αρέσει να περνάνε τη ζωή τους μέσα στο νερό και τριγυρνούνε εδώ και ‘κει σε λίμνες μικρές και ποτάμια που δεν σε κάνουν να φοβάσαι. Τις λέγανε αντιλόπες του νερού και είχανε το συνήθειο όχι μονάχα να ζούνε για σιγουριά μέσα στο νερό μα και να πίνουνε από δαύτο πολλές φορές τη μέρα και να τρώνε βούρλα και καλάμια τρυφερά που φύτρωναν τριγύρω.
Κείνες οι αντιλόπες του νερού ήταν φίλοι ξεχωριστοί, αρσενικά που μόλις είχαν αρχίσει να ψηλώνουνε τα κέρατα στην άκρη απ’ το κεφάλι τους. Ήταν λένε ακόμη μικρά στα χρόνια για να φτιάξει το καθένα το κοπάδι το δικό του κι είχαν να μάθουνε πολλά, αφού δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα τους να πάρουν στο κατόπι τα θηλυκά για να κάμουνε ζευγάρια. Στην άκρη του δάσους πήγαιναν και περνούσαν τον καιρό τους, εκεί ζούσαν μαζί ανάμεσα στα δέντρα. Μαζί βοσκούσανε χορτάρι, μαζί παράβγαιναν στο τρέξιμο, μαζί ξάπλωναν τα βράδια κι είχανε το νου τους, παρέα έκαμαν τάχα πως μάλωναν και δοκίμαζαν τη δύναμη που κρύβανε τα κέρατά τους. Μέσα στο νερό κάθονταν ώρες ολάκερες πότε για να ψάξουνε κανένα βλαστάρι και πότε για να έχουνε σιγουριά από τα δόντια και τα νύχια των θεριών.
Μια μέρα ένα λιοντάρι, κάμποσο τόπο παραπέρα, ήταν του λόγου του ξαπλωμένο ανάμεσα στα ψηλά χορτάρια της σαβάνας. Σε μια στιγμή σήκωσε στον αέρα την άκρη της μουσούδας του. Η μυρουδιά απ’ τα μικρά αρσενικά, τις αντιλόπες του νερού, ερχόταν καταπάνω του κι ήταν του λόγου του πεινασμένο. Η μυρουδιά ήταν που του έδειξε τον δρόμο στην άκρη του δάσους. Το θεριό πάτησε μαλακά και χώθηκε ανάμεσα στις φυλλωσιές και τα δέντρα. Βρέθηκε λίγο παραπέρα και το μάτι του άστραψε. Μπροστά του, μέσα στο μικρό ποτάμι στέκονταν οι αντιλόπες που μασούλαγαν κάτι καλάμια τρυφερά. Στο κεφάλι τους δυο κέρατα ψηλά, που ήταν σαν χαραγμένες κάτι γραμμές από πάνω μέχρι κάτω, και στα πισινά τους βαμμένη είχαν μια γραμμή όλο στρογγυλάδα. Το λιοντάρι μουρμούρισε: «Μμμμ! Νόστιμος μεζές τούτα τα μικρά αρσενικά! Θαρρώ πως ένα μονάχα από τούτα φτάνει για να χορτάσω κάμποσες μέρες την πείνα μου…» Όμως λένε πως και το θεριό είχε το νου του, γιατί εύκολα ξακρίζεις το ένα σαν είναι μοναχό, μα σαν είναι παρέα όπως και δαύτα, τότε κρύβεται μπελάς μεγάλος.
Οι αντιλόπες του νερού, τα μικρά αρσενικά, πέρναγαν την ώρα τους και μήτε που πέρναγε απ’ τον νου τους πως παραμονεύει ο θάνατος πιο δίπλα. Μαζί έμπαιναν στο νερό, μαζί έβγαιναν και όλα τα έκαμαν αντάμα. Και το λιοντάρι ακούνητο να κοιτάζει και να φυλάγεται απ’ τ’ αγέρι που ξεμπροστιάζει τις μυρουδιές των φανερών και των κρυμμένων..
Κι ήρθε λένε μια μέρα που τα μικρά αρσενικά, οι αντιλόπες του νερού μάλωσαν μεταξύ τους. Τι φταίει για τον καβγά κανείς δεν ξέρει, μήτε και έμαθε ποτέ. Μα οι φωνές τους ακούστηκαν σ’ ολάκερο το δάσος και τα «Ντουπ! Ντουπ!» απ’ τα κέρατα που χτυπιούνταν μεταξύ τους έφτασαν παντού. Λένε πως σαν μαλώνουνε τ’ αρσενικά δύσκολα τα ξαναβρίσκουν μεταξύ τους. Οι τρεις φίλοι, οι αντιλόπες του νερού, τράβηξαν ο καθένας τον δρόμο τον δικό του. Ένα χαμόγελο απλώθηκε τότε στη μουσούδα του θεριού. Το μάτι του έπεσε πάνω σε ‘κείνο τ’ αρσενικό που πρώτο βάλθηκε να φύγει απ’ την παρέα. Το λιοντάρι σηκώθηκε γρήγορα κι έστησε καρτέρι πίσω από κάτι χορτάρια ανάμεσα στα δέντρα. Του ρίχτηκε την ώρα που κείνο πέρναγε όλο θυμό απ’ τον καβγά και το ξάπλωσε δίχως ανάσα πάνω στο χώμα.