Ένα Σάββατο του Οκτωβρίου του 1928, ο έμπορος ειδών τέχνης Καρλ Χ. διηγιόταν, στη διάρκεια φιλικής συγκέντρωσης στο σπίτι του, στη Λωζάννη, ένα παράξενο περιστατικό που του είχε συμβεί πρόσφατα. «Θα σας έτυχε ίσως να συναντήσετε στο δρόμο ανθρώπους, που να σας θυμίζουν γνωστά σας πρόσωπα ή αντίθετα να πέφτετε σε γνωστούς σας και να δυσκολεύεστε να τους αναγνωρίσετε. Κάτι τέτοιο, αργά ή γρήγορα, συμβαίνει σε όλους μας. Αναρωτιέμαι όμως, αν ζήσατε ποτέ αυτό που έτυχε την περασμένη χρονιά σε μένα.
»Όπως ξέρετε, με την Ιταλία με συνδέουν πολλοί, προσωπικοί δεσμοί, αφού έζησα εκεί αυτοεξόριστος στη διάρκεια του τελευταίου πολέμου. Με την ευκαιρία, λοιπόν, ενός επαγγελματικού ταξιδιού στο Κάιρο, αποφάσισα, πριν γυρίσω στην Ελβετία, να σταματήσω για λίγο στη χώρα, όπου είχα πάρα πολλούς και αγαπημένους φίλους. Ταξίδεψα, επιστρέφοντας, με πλοίο από την Αλεξάνδρεια ώς το Μπρίντιζι, και από εκεί πήρα το τρένο, μέσω Νάπολης, για τη Ρώμη.
»Στην χώρα του Δάντη είχα ζήσει συνολικά πέντε χρόνια, από το 1916 ως το 1921. Και να, που ξαναγύριζα εκεί όπου, μαζί με τις πολιτικές περιπέτειες μιας ταραγμένης περιόδου, είχα περάσει και μια σειρά από εξίσου ταραγμένες, νεανικές περιπέτειες.
»Στις αποσκευές μου, μαζί με τα άλλα πράγματα, είχα και προσωπικές σημειώσεις με ονόματα και διευθύνσεις της Ρώμης και της Φλωρεντίας, που θα με βοηθούσαν να βρω πιο εύκολα τους παλιούς μου γνωστούς.
»Φτάνοντας στο σταθμό Τέρμινι της ιταλικής πρωτεύουσας, ναύλωσα ένα αμάξι και κατευθύνθηκα σε μια γνωστή μου πανσιόν, σ’ ένα δρομάκι κοντά στην Piazza del Popolo, όπου ευτυχώς βρήκα αμέσως δωμάτιο.
»Εκείνο το βράδυ προτίμησα να κάνω παρέα στον εαυτό μου. Έτσι κατηφόρισα, με ανάμικτα συναισθήματα νοσταλγίας και προσδοκίας την κεντρική Via del Corso προς την Piazza Vittorio.
»Η πρώτη μέρα κύλησε χωρίς κάτι σημαντικό. Έκανα δυο επισκέψεις, τη μια το πρωί, σε ένα φίλο μου δικηγόρο και την άλλη το απόγευμα σε μιαν άλλη φίλη, που για ένα σύντομο διάστημα υπήρξε και ερωμένη μου. Με δέχτηκε θερμά και μου γνώρισε τα παιδιά της, δυο συμπαθητικά αγόρια, ενώ, λίγο αργότερα, έφτασε ο άντρας της, ένας ιδιαίτερα ευγενής, πενηντάρης συμβολαιογράφος.
»Η σημαντική μέρα θα ήταν η επόμενη. Είχα τηλεφωνηθεί με ένα από τους καλύτερούς μου φίλους, υπάλληλο στο υπουργείο Οικονομικών. Είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε στις 12 το μεσημέρι της Κυριακής, στην πλατεία, όπου βρίσκεται το Πάνθεον. Το ραντεβού ήταν στο σημείο που κατακλύζεται από πλήθος ντόπιων και ξένων περιπατητών, στο σιντριβάνι με τον οβελίσκο μπροστά από τα ζαχαροπλαστεία και τα εστιατόρια της πλατείας.
»Έφτασα ένα τέταρτο νωρίτερα. Πέρασα μπροστά από τα σκαλοπάτια και την είσοδο του Πανθέου και πλησίασα στο σημείο του ραντεβού, με την ελπίδα πως ο φίλος μου θα είχε φτάσει κι αυτός νωρίτερα. Δεν τον διέκρινα ανάμεσα στον κόσμο και απομακρύνθηκα λίγο για να τον δω, καθώς θα ερχόταν από μακριά και να ελέγξω καλύτερα τη συγκίνησή μου.
»Στις δώδεκα δεν είχε φανεί. Πέρασαν πέντε λεπτά ακόμα. Κι άλλα πέντε. Άρχισα να παρατηρώ τα πρόσωπα αυτών που, παρέες – παρέες, περπατούσαν και συζητούσαν, καθώς και των άλλων, που στέκονταν σε ένα σημείο, περιμένοντας και αυτοί κάποιον. Το μάτι μου σταμάτησε σ’ ένα μελαχρινό άντρα, σαράντα περίπου χρονών, με σμιχτά φρύδια, που κοίταζε κι αυτός γύρω του. Είχε κάτι έντονο στην έκφρασή του. Το μέτωπό του, ανάμεσα στα μάτια και τα πυκνά, μαύρα μαλλιά του, για μια στιγμή με προβλημάτισε.
»Η ώρα περνούσε. Δεν μπορούσα να δώσω καμιά εξήγηση στην απουσία του φίλου μου, που, μόλις πριν λίγες ώρες, είχε ενθουσιαστεί για τον ερχομό μου και είχε ο ίδιος μάλιστα προτείνει να συναντηθούμε αμέσως.
»Σιγά – σιγά μια ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. Δεν θα μπορούσε τάχα ο άντρας, που εξακολουθούσε να βρίσκεται μερικά μέτρα μπροστά μου να είναι ο Τζιουζέππε; Δεν του έμοιαζε καθόλου, θα μπορούσε όμως, από την άποψη της ουσίας, να είναι αυτός.
»Η ιδέα ήταν τρελή, παράλογη, χωρίς καμιά απολύτως βάση. Σκέφτηκα ωστόσο πως ο φίλος μου μπορεί να είχε υποστεί κάποιες αλλαγές στη ζωή του, που να τον είχαν επηρεάσει και να είχαν σκληρύνει τα χαρακτηριστικά του. Αν ήταν όμως αυτός, δεν θα με είχε αναγνωρίσει;
»Όσο παρατηρούσα τον άγνωστο άνδρα με το απλό ντύσιμο και την αλλόκοτη, κάπως εργατική φυσιογνωμία, τόσο θυμόμουνα το γελαστό, στρογγυλό πρόσωπο του Τζιουζέππε, – που, εκτός των άλλων, ήταν πιο κοντός – και ντρεπόμουνα για τις σκέψεις μου. Πάντως δεν ήμουν σίγουρος πως ο άγνωστος άντρας με είχε δει. Το πιο σίγουρο ήταν πως δεν με είχε προσέξει. Σα να φοβόμουν μήπως βρει πάνω μου κάτι γνώριμο και μου απευθύνει το λόγο, ξεμάκρυνα και τον παρατηρούσα μέσα από τη τζαμαρία ενός μπαρ.
»Ίσως, ξανασκέφθηκα, να με είχε δει και εκείνος και να ντρέπεται, επειδή είχε κάνει την ίδια σκέψη. Αλλά εγώ δεν είχα αλλάξει τόσο, ώστε το πρόσωπό μου να γεννά αμφιβολίες. Το πιο πιθανό ήταν, πως ο άγνωστος δεν ήταν ο Τζιουζέππε και, απλώς επειδή περίμενε κάποιον που και εκείνος είχε καθυστερήσει, έκανε μια σκέψη ανάλογη, πως ο γνωστός του εκείνος ήμουν εγώ, παρόλο που δεν του έμοιαζα.
»Κύλησε άλλη μισή ώρα. Κανείς μας δεν έφευγε. Ούτε εγώ από το μπαρ ούτε κι ο άλλος από το σιντριβάνι. Τελικά δεν τόλμησα να του μιλήσω – για να εξακριβώσω τι ήταν εκείνο που με έκανε να σκεφτώ αυτό που σκέφτηκα – αλλά ούτε και άντεξα να κάτσω περισσότερο. Στη μία ώρα ακριβώς έφυγα».
Ο έμπορος τέχνης Καρλ Χ. συμπλήρωσε έτσι την αφήγησή του:
«Θα με ρωτήσετε. Τι έγινε μετά; Δεν τηλεφώνησα στο φίλο μου να μάθω το λόγο που δεν ήρθε στο ραντεβού του; Δεν συναντηθήκαμε την άλλη μέρα; Αντί να σας απαντήσω, προτιμώ να σας θέσω ένα ερώτημα, πολύ πιο ουσιαστικό. Όπως συμβαίνει να συναντάμε έναν άνθρωπο που μοιάζει με κάποιον γνωστό μας αλλά δεν είναι αυτός, δεν μπορεί να συμβεί και το αντίθετο; Να δούμε κάποιον, που να μη μοιάζει σε τίποτα βασικό μ’ ένα παλιό γνωστό μας, αλλά όμως να είναι αυτός;».
Σκίτσα: Ζαχαρίας Ψαράκης
Discussion about this post