Μπορεί ο αγαπημένος Ζαν Πωλ Σαρτ να το είχε γράψε ξεκάθαρα στο “Κεκλεισμένων των Θυρών” ότι “η κόλαση είναι οι άλλοι”, όμως, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της καραντίνας, νομίζω ότι η κόλαση είναι η αναμονή.
Στις διάφορες φιλοσοφικές μου αναζητήσεις ανά τα χρόνια σχετικά με τι είναι Παράδεισος και τι Κόλαση, αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν, κι αν υπάρχουν πώς θα είναι, κατέληξα σε πολλά συμπεράσματα. Είπα όμως ότι αν η Κόλαση υπάρχει και έχει βασανιστήρια, ένα θα ήταν το πιο αποτελεσματικό: να βρίσκεσαι σε ουρά (τράπεζας, δημόσιας υπηρεσίας, whatever) και όταν έρχεται η σειρά σου να εξυπηρετηθείς, να γυρνάς πάλι από την αρχή και μάλιστα στο νούμερο 4000+.
Σίγουρα αυτό είναι μια επίγεια Κόλαση. Και κάπως αισθάνομαι φίλοι μου και σε αυτό και στο προηγούμενο lockdown. Και μάλλον στα υπόλοιπα που θα έρθουν.
Όταν τελείωσε το πρώτο, ένιωσα μια ανακούφιση, χαλάρωσα κάπως, είπα εντάξει τα πράγματα θα φτιάξουν. Με την κατάσταση να βγαίνει εκτός ελέγχου από τον Οκτώβριο, αισθάνθηκα να ξαναγυρίζω στο τέλος της ουράς. Και εγώ και όλοι.
Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την αναμονή. Αναμονή για το πότε θα τελειώσει το lockdown, αναμονή για το πότε θα πέσουν τα κρούσματα, αναμονή για το πότε θα φύγει ο κορωνοϊός και πότε θα έρθει το εμβόλιο να ησυχάσουμε (ησυχάσουμε, τρόπος του λέγειν, δεν θα λυθούν τα προβλήματα δια μαγείας με το που βγει στην αγορά).
Ατέρμονη αναμονή, άγνωστο το τι μέλλει γενέσθαι. Γιατί εκτός από αυτήν την αναμονή σχετικά με τα θέματα υγείας, έρχεται και η αναμονή για τις δουλειές και την επερχόμενη φτώχεια (που ακόμη δεν ξεμπλέξαμε με την οικονομική κρίση, έρχεται και μας χτυπάει την πόρτα πάλι). Θα έχουμε δουλειά; Θα απολυθούμε; Δεν θα απολυθούμε; Θα ζήσουμε ή δεν θα ζήσουμε θείε Βάνια;
Όλη η πόλη έχει ένα πλάκωμα στο στήθος. Προσπαθώ να μοιράσω θετική ενέργεια, αλλά δεν είναι εύκολο. Αυτή τελικά μήπως είναι η Κόλαση;
Δεν ξέρω. Επιλέγω και επιμένω να λέω ότι “θα ζήσουμε θείε Βάνια”.