Όπως όλες οι ιστορικά φορτισμένες λέξεις-έννοιες που φέρουν κάτι περήφανο και όμορφο, έτσι και η πολυχρησιμοποιημένη λέξη “κοινότητα” έχει λιγάκι λερωθεί, έχει φθαρεί με τον καιρό.
Κοινότητα θεωρείται μια ομάδα ατόμων ανεξαρτήτως μεγέθους που παρουσιάζει κάποια συγκεκριμένα γνωρίσματα, με πρώτο και βασικότερο το αίσθημα κάθε ενός από τα μέλη του ανήκειν στην ομάδα, στο σύνολο.
Μια κοινότητα είναι κοινότητα όταν όλα της τα μέλη παραδέχονται την ύπαρξη του περίφημου “συλλογικού καλού”-το καλό αυτό που μοιάζει με αόρατο, αγαθό γίγαντα και γίνεται αισθητό κυρίως δια της απουσίας του και, πιο συγκεκριμένα, δια της αναγωγής του σε “συλλογικό κακό”. Τότε, τα μέλη αυθόρμητα και από καρδιάς, που λέμε, υποχωρούν από τις ατομικές τους επιδιώξεις, απόψεις, συμπεριφορές και τάσσονται ενωμένοι υπέρ ενός κοινού καλού, περισσότερο, όμως, εναντίον ενός κοινού κακού. (Συμπληρωματικά, κατά την διαδικασία αυτή, συμβαίνει τα μέλη της κοινότητας να παρατηρούν έκθαμβα ότι τα καλά και τα κακά που είναι τα μεγαλύτερα και τα ισχυρότερα και τα σημαντικότερα είναι τα Κοινά.)
Όλες και όλοι, συνήθως, διατείνονται ότι θέλουν να ανήκουν σε μια κοινότητα, σε μια κοιλότητα, σε μια αγκαλιά φτιαγμένη από ανθρώπους, αν είναι τα πράγματα να πηγαίνουν καλά. Απόλαυση δικαιωμάτων, ελευθεριών, αγαθών, πόρων, απολαύσεων. Δεν είναι λίγοι, όμως, αυτοί που είναι έτοιμοι να φύγουν από το παράθυρο αυτού του φλεγόμενου οχήματος που λέγεται Κοινωνία όταν μυρίσουν την πρώτη σπίθα στην φωτιά που πρόκειται να ξεσπάσει.
Έχετε παρατηρήσει τις αντιδράσεις πολύ συνειδητοποιημένων και μορφωμένων και λογικών φίλων σας όταν ακούν τις τυχόν δικές σας ή κάποιου άλλου, “φαντασιώσεις” για μια καλύτερη κοινωνία, για μια κοινωνία στην οποία η Πολιτική θα υπάρχει για να βοηθά και οι άνθρωποι θα βοηθούν ο ένας τον άλλο σαν να αποτελούν μέλη μιας μεγάλης οικογένειας; Εγώ ναι, πολλές φορές. Ο λογικός φίλος με γειώνει αμέσως και μου αρχίζει ένα σωρό αντιρρήσεις, συχνά συνοδευόμενες από ιστορικές στιγμές αποτυχίας των ανθρώπων
α) να είναι άνθρωποι β)να είναι στ’ αλήθεια προοδευτικοί/κομμουνιστές/φιλελεύθεροι γ)να προοδεύσουν ως κοινωνία
Δεν πιστεύουμε στ’αλήθεια σε αυτό που αποκαλούμε Κοινωνία, άσε που, στην πραγματικότητα, είναι πράγμα πολύ απαιτητικό, είναι ζόρι να εννοείς στην πράξη ότι “είσαι μέλος μιας κοινότητας”.
Φαίνεται πως σε αυτό πιστεύουν μόνο τα απαρχαιωμένα βιβλία πολιτικής επιστήμης και φιλοσοφίας, ίσως και κάποιοι έξυπνοι διαφημιστές από αυτούς που μας έχουν δώσει στην περίοδο τις καραντίνας σπαραξικάρδια σποτ για το πόσο “πιο πολύ τώρα μένουμε αγαπημένοι, φροντίζουμε και νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον από απόσταση” και τα λοιπά. Στην Ελλάδα, η κοινωνία που μετρά περισσότερο για εμάς είναι περιορισμένη στον μικρόκοσμο μιας ολιγομελούς οικογένειας, της οικογένειάς μας, ίσως τους εργασιακού μας περιβάλλοντος, άντε και της γειτονιάς. Κοινώς, κοινωνία για εμάς είναι οι οικείοι μας και αυτοί που μας γνωρίζουν, άρα μπορεί και να μας κρίνουν.
Αυτό πολλές φορές οδηγεί σε αισθητικές και πραγματικές πολώσεις ανθρώπων “στα αναμετάξυ τους”-η πλούσια κυρία των γαλαζοπράσινων προαστίων μιας πόλης πόσο θεωρεί “μέρος της κοινότητας” την Φιλιππινέζα η οποία εργάζεται για αυτήν; Αναπόφευκτα, λιγότερο από όσο την γειτόνισσά της με την οποία μοιράζεται τις ίδιες ανησυχίες για τις τυχόν απιστίες των ανδρών τους και το ανταγωνιστικό κλίμα που επικρατεί στις πολυεθνικές εταιρείες όπου δουλεύουν.
Κι αυτό, όμως, αναπόφευκτο είναι. Καθένας μας ζει μια ζωή στον χρόνο που προλαβαίνει. Αντιλαμβάνομαι τον χρόνο μας, εν προκειμένω, άμεσα συγγενή με τον χώρο μας: αυτός ο χωροχρόνος είναι το πεδίο δράσης μας, μες στο πλαίσιο του οποίου γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, κάνουμε σχέσεις, βγάζουμε χρήματα, ευτυχούμε, δυστυχούμε, αρρωσταίνουμε, πεθαίνουμε.
Μες στην αχαρτογράφητη κοινότητα που αποτελείται από εμένα, την πλούσια του ζηλεύω και την Φιλιππινέζα που συμπαθώ επειδή αισθάνομαι για προσωπικούς μου λόγους κοντύτερά της, μες στην χαώδη κοινωνία των πολλών επιπέδων, μυαλών, ιδεολογιών, τάξεων, ανατροφών, χαρακτήρων, υπάρχουν πολλές μικρές κοινωνίες, τολμώ να πω ακόμα και ατομικές.
Κάθε ένας μας αποτελεί μια κοινωνία πολλών εαυτών που διασπώνται και ενώνονται από/στο ίδιο ψυχοσωματικό σύνολο. Ο εραστής, ο λογιστής, ο ψεύτης, ο γιος, ο πατέρας, ο σύζυγος, ο αδελφός, ο ασθενής, ο ονειροπόλος είναι τα μέλη που απαρτίζουν την Μικροκοινωνία του Γιώργου, του Νίκου, του John. Για τις μικροκοινωνίες του καθενός μας, ορισμένοι τύποι (ορισμένες ιδιότητες) έπεσαν σε σχετική αχρησία σε σχέση με άλλες, τώρα, την περίοδο της καραντίνας. Οι ιδιότητες αυτές που μας σχετίζουν με άλλα άτομα ή έστω με άλλα κομμάτια ατόμων ήρθαν στην επιφάνεια και έλαμψαν όπως τους άξιζε. Έτσι, ο Γιώργος, επιτέλους, έχει γίνει λιγότερο λογιστής και περισσότερο πατέρας.
Αυτή η συμπαθής υπεραπλούστευση ίσως μπορέσει να μας οδηγήσει και σε μια σκέψη περί της Μεγάλης Κοινότητας, της Κοινωνίας μας: είναι ιερή αυτή η Ώρα που διαρκεί αβάσταχτα πολύ, αλλά αντέχεται όταν βγάζουμε τον καλό εαυτό μας προς τα έξω. Όταν από τον ψεύτη, προτιμάμε να αναδείξουμε τον ονειροπόλο σε αυτήν την φάση. Κι όταν από τον μικροαπατεώνα, αποφασίσουμε να προτιμήσουμε τον αγαπησιάρη και τον ευαίσθητο.
Δεν αποτελεί ηρωισμό το ότι καθόμαστε σπίτι. Δεν αποτελεί ηρωισμό το ότι ο γιατρός ξενύχτησε τρίτη μέρα στην σειρά για τους ασθενείς του. Ηρωισμό ίσως να αποτελεί ότι πολλές και πολλοί από εμάς αποφασίσαμε να παραμείνουμε σε αυτήν την δύσκολη χώρα, αποφασίσαμε να παλέψουμε για την ζωή μας, το σπίτι, την δουλειά και την κοινωνία μας παρά την οικονομική κρίση, παρά την υγειονομική κρίση, παρά την όποια κρίση πρόκειται να μας βρει μελλοντικά.
Απλώς τώρα, κατέκατσε η σκόνη από τα μαινόμενα πόδια μας που βάδιζαν ολοταχώς και χωρίς να σταθούν πουθενά, σχεδόν. Τώρα, μείναμε ακίνητοι για λίγο και είδαμε, συνειδητοποιήσαμε, κάτι μέσα μας ίσως και να έτριξε.
Συζητήσαμε, λοιπόν, και συγκινηθήκαμε ακόμα για τους γιατρούς, τους ανθρώπους που κρατούν την πόλη ζωντανή στους φούρνους, τα σούπερ μάρκετ, τα take away καφέ και φαγάδικα, τα φαρμακεία. Μοιραστήκαμε την αγωνία μας για τους απλήρωτους και “αόρατους” καλλιτέχνες. Ξυπνήσαμε ένα πρωί και σκεφτήκαμε πόσο μας λείπει η δουλειά μας. (Ξύπνησα ένα πρωί και είχα τόση διάθεση να πάω στο γραφείο και να διαπληκτιστώ με την Σ., όπως συνηθίζαμε, ύστερα να καπνίσουμε παρέα κι όλα μέλι γάλα.)
Η ρωγμή αυτή που μας κρατά εδώ και έναν μήνα επισήμως χωρισμένους, μας θύμισε την αξία που έχουμε ο ένας για τον άλλο. Η ανθρωπίλα μας η τιποτένια, με τα λάθη, τα ψέματα, τα κουτσομπολιά, τις εκρήξεις θυμού και η ανθρωπίλα μας η φοβερή, η άφταστη, που μας προσθέτει από μπροστά ένα “συν” και μας ενώνει. Ο συνάδελφος, ο συνάνθρωπος, ο συμπολίτης, ο σύντροφος, ο συμπάσχων. Αδέλφια, πολίτες, πεινασμένοι, πονεμένοι-ψάξε το νόημα των λέξεων. Πολλά από όσα είμαστε είναι η άλλη όψη του νομίσματος αυτών που θα μπορούσαμε να γίνουμε, αρκεί να το πάρουμε από χαμπάρι έως απόφαση.
Αυτό το “χώρια”-καλά τα λένε οι διαφημιστές, τελικά- μάς έχει φέρει κοντά με τρόπο άγριο, παράξενο, με τρόπο που θα αποτελέσει λόγο για μελλοντική γιορτή.
Η μαγκιά τις ιεροσύνης είναι ότι στο “μαζί” πρέπει να δεχτούμε και τους “αμαρτωλούς”, τους “παρίες”, αυτούς που οι δυνατοί έχουν ξεχάσει, ήτοι φυλακισμένους, πουτάνες, τοξικοεξαρτημένους, πρόσφυγες, πάμφτωχους κακομοίρηδες της λιωμένης σόλας και της ελεημοσύνης των δυνατών. Πρέπει να δεχτούμε επίσης του δυνατούς, τους εγωιστές, τους “έχω κάνει τέσσερα τεστ για να σιγουρευτώ”, τους αποδράσαντες προς επαρχίας μετά των τσερόκι τους, τους ηλίθιους, τους κακούς, τους ψεύτες. Πρέπει να αγκαλιάσουμε και τους μέσους ή μέτριους, αυτούς που ούτε στο συσσίτιο πηγαίνουν ούτε στο εξοχικό, αυτούς που κρατούν τα γρανάζια της άμαξας καλά λαδωμένα, που κοπιάζουν, μοχθούν και, ώρες ώρες, άχνα δεν βγάζουν.
Χωρίς όλους αυτούς δεν μπορούμε να είμαστε κοινωνία-όπως χωρίς τις κακές μας πλευρές, δεν μπορούμε να είμαστε Εαυτός.
Τολμώ να σκεφτώ: ακόμα και ο Χριστός, για να Αναστηθεί, είχε ανάγκη αυτούς που “ουκ οίδασι ί ποιούσι”, γιατί αυτοί τον σταύρωσαν.
Οι νόμοι της κοινωνίας είναι σκληροί, συχνά παράδοξοι και, κάποτε, πολύτιμοι-δεν έχουν ουδεμία σχέση με τους γραπτούς νόμους των κρατών. Οι κανόνες της κοινωνίας μοιάζουν σχεδόν αρχέγονοι, ξεκινούν από εσένα τον ίδιο. Πόσο αρμονικά στέκουν τα δάχτυλα στα χέρια μας και με μια εντολή από τον εγκέφαλο τίθεται σε λειτουργία ένα ολόκληρο σώμα με εκατομμύρια κύτταρρα εντός του; Αυτό το θαύμα δεν θα κατορθώσουμε ποτέ να βιώσουμε ως Κοινότητα Τρισεκατομμυρίων Κυττάρρων.
Την ιερότητα όμως της στιγμής που συνειδητοποιούμε πόσο ωραίο είναι που έστω πλησιάζουμε σε ένα κάπως καλύτερο κούρδισμα, ας μην αφήσουμε κανένας να μας την αμφισβητήσει.
Έτσι λοιπόν, θα συνεχίζουμε να κατεβάζουμε καλάθια με τρόφιμα από τα μπαλκόνια, θα συνεχίζουμε να ψωνίζουμε για την γιαγιά από τον τρίτο, να μιλάμε καθημερινά με τους δικούς μας, να τραγουδάμε και να χειροκροτάμε στα μπαλκόνια και στις οθόνες, να λέμε και να εννοούμε “μου λείπεις”, να οργανώνουμε τις κινήσεις και τα σχέδιά μας για το Περίφημο Μετά. Μετά, θα είμαστε πιο Μαζί από το Υγιές μας “Προηγουμένως”-αυτό κι αν είναι ιερό.