Τι παιχνίδια παίζει η ελληνική γλώσσα! Τι νοηματικός πλούτος καιροφυλακτεί, πίσω από ένα κόμμα, κάτω από έναν τόνο, έπειτ’ από ένα ερωτηματικό.
Βλέπω τον υπέροχο τίτλο του εντύπου που κρατάτε στα χέρια σας: Η ΠΟΛΗ ΖΕΙ.
Εκ πρώτης όψεως είναι γεμάτος ζωή. Αν όμως το καλοσκεφτείτε, αυτή η έκφραση ακριβώς σημαίνει ότι κάτι ζει μετά το θάνατό του («Ο Λαμπράκης ζει»). Ή ότι μόλις «τη γλίτωσε» ύστερα από ένα μεγάλο ρίσκο. Ή ότι ζει, παρότι νομίζατε ότι έχει πεθάνει.
Περιέργως, λοιπόν, σε μια και μόνη πρόταση, μ’ ένα άρθρο, ένα ουσιαστικό κι ένα ρήμα, αν προσθέσουμε και τη λέξη Αθήνα στη θέση της λέξης πόλη, έχουμε μπροστά μας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πόλης μας.
Μία υπεραιωνόβια πόλη που δικαίως κάποιος αναρωτιέται αν ζει, που δικαίως, λόγω του παρελθόντος της, βεβαιώνει πως μπορεί να ζει και μετά θάνατον, σαν μια αθάνατη ιδέα και που δικαίως ακόμα αντέχει και δεν πέθανε ποτέ.
Εγώ προσωπικά, που είμαι περισσότερο άνθρωπος των ερωτήσεων παρά των απαντήσεων, λέω να αντικαταστήσω την τελεία της πρότασης με ερωτηματικό:
Η ΠΟΛΗ ΖΕΙ; Να το κάνω τίτλο και κάθε φορά να ρωτάω τη γοργόνα μου, όχι για τον Μεγαλέξανδρο, αλλά για την Αθήνα: Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ ΖΕΙ; Χωρίς να με νοιάζει το πώς και το γιατί, θέλω να ακούω πάντα το: «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει!» Αυτό θέλω μόνο, να ζει. Όλα τ’ άλλα είναι λεπτομέρειες όσον άφορά τη Γιαγιά μου την Αθήνα, που θα ’λεγε και ο Ταχτσής ή κάτι πιο «χοντρό», που θα ’λεγε η κυρα-Εκάβη από το «Τρίτο στεφάνι» του, (πρόλαβε και το είπε ο μεγάλος Καβάφης)… «Ας πάει να λέει. Το ουσιώδες είναι που έσκασε».