Εκεί που καθόμουν, λοιπόν, και έπινα τον καφέ μου, μαθαίνω ότι πέθανε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ποιητής και πολλά άλλα. Κατά τη γνώμη μου ο καλύτερος μεταφραστής της Νεκρώσιμης Ακολουθίας του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού. Τον γνώριζα και προσωπικά.
Είχαμε βρεθεί στο ίδιο τραπέζι σε αγαπημένο του εστιατόριο της Θεσσαλονίκης, μαζί και με τον εκδότη μου Γιώργο Χρονά, περίπου δέκα φορές. Έμοιαζε περισσότερο ν’ αγαπά την ιστορία της πόλης του παρά τις φιλολογικές συζητήσεις. Και ήταν υποβλητικά γοητευτικός. Είχε αυτό το φλεγματικό χιούμορ των Βρετανών. Η ειρωνεία του ήταν ευφυέστατο χαρακτηριστικό του προφορικού λόγου του. Τον θυμάμαι να μιλάει σαν προφήτης. Ήμουν ολότελα πεπεισμένος πως ήταν πράγματι τέτοιος. Όλα πάνω του ήταν τόσο μεγαλόπρεπα, ένας ζωντανός μύθος. Όλα μνημειώδη, περπατησιά, φωνή, βλέμμα, όλα. Είχα αγοράσει ένα μεγάλο τόμο με συγκεντρωμένα αρκετά του ποιήματα. Επίγονος του Καβάφη, πιο γενναία εξομολογητικός.
Για την εποχή που αποτόλμησε να γράψει ομοερωτικούς στίχους ήταν ένας ρηξικέλευθος. Ένας επαναστάτης πολύ πριν την χειραφέτηση των ΛΟΑΤΚΙ ανθρώπων. Ένας που συνέβαλε τα μάλα ακριβώς για να έρθει αυτή η χειραφέτηση. Ο Ασλάνογλου, που τον αγαπώ περισσότερο σαν ποιητή, έγραψε πιο κρυπτικά για την ομοφυλοφιλία του και τους ανάλογους έρωτες.
Στον Ντίνο Χριστιανόπουλο έβγαζα το καπέλο για τις γνώσεις του. Είχε πληροφορίες και για το πιο καταχωνιασμένο στην πόλη του μνημείο, το λιγότερο αξιοποιημένο και προβεβλημένο. Ακόμη και γι’ αυτά που είχαν χαθεί είχε να υποδείξει πού βρισκόντουσαν την εποχή της ακμής τους.
Θυμάμαι μια σκηνή με τον επίσης αξιόλογο ποιητή Τέλλο Φίλη να φωνάζει γιατί δεν πήγαιναν κάτι νέοι φοιτητές να βοηθήσουν τον Χριστιανόπουλο να περάσει απέναντι. Ήταν μια άσχημη εικόνα να βλέπεις έναν ηλικιωμένο άντρα με μπαστούνι , χαμένο σε μια πολύβουη λεωφόρο της Θεσσαλονίκης. Γράφω για δεκαπέντε χρόνια πριν. Αυτή η δυσκολία του ποιητή στο βάδισμα σαν υπογείως να ζωογονούσε την εμβληματική θωριά του. Είχε μια τρομερή, σεβάσμια μορφή. Ίδιος με αιωνόβιο, είχε ζήσει πια τόσα πολλά, η σοφολογιότητα του ήταν αδιαμφισβήτητη.
Μου έχει στείλει και κάτι μικρές κριτικές σημειώσεις για συλλογές μου διηγημάτων που του έστελνα. Τις έχω στην Αθήνα. Κυρίως μου έλεγε, το τάδε διήγημα σας μου άρεσε πολύ, το άλλο είναι σκουπίδι, το άλλο το όνειδος της ελληνική λογοτεχνίας, αυτό είναι αριστούργημα κ.τ.λ.
Είχαμε πάει μαζί και θέατρο για να δούμε διάφορα έργα του Γιώργου Χρονά. Τον θυμάμαι στην Γυναίκα της Πάτρας να κοιτά την ηθοποιό Ελένη Κοκκίδου ικανοποιημένος απόλυτα απ’ την απόδοση της του γνωστού μονολόγου. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αποστρεφόταν τις πολλές φιλοσοφίες, νομίζω ήταν απόρροια του γενικευμένα εξεγερμένου του πνεύματος. Σ’ ένα σκηνοθετικό εύρημα της Λένας Κιτσοπούλου, στο τέλος της παράστασης, γύρισε και μου είπε, αυτό τώρα είναι μεταμοντέρνο; Μια φορά στο ίδιο αυτοκίνητο μαζί του κατάλαβα πως ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Το σώμα του δεν ήταν καλά. Είχε αρχίσει ο κατήφορος.
Τον ενοχλούσε υπερβολικά οτιδήποτε αποκτούσε διαστάσεις εξουσίας. Και αυτό το συζητούσε πολλές φορές μαζί μας. Απ’ τα τραπέζια μας περνούσαν ελάχιστα ονόματα. Οι άνθρωποι κρίνονταν με βάση τον τρόπο που χρησιμοποιούσαν την δύναμη που είχαν αποκτήσει.
Ο Χριστιανόπουλος που γνώρισα σίγουρα δεν ήταν ο άνθρωπος που παρουσιάζεται ότι ήταν στο τελευταίο του βιβλίο Τα Εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Ιανός. Ήταν πολύ ήρεμος και καθόλου μνησίκακος. Ακριβοδίκαιος και ελεύθερος. Δεν εξαρτιόταν από κανένα. Θυμάμαι καλύτερα αναφορές του σε πρόσωπα με τα οποία ήμουν δεμένος κι εγώ. Όταν περπατούσε για να έρθει στο σημείο που συναντιόμασταν, σαν να έβλεπα τον κόσμο να παραμερίζει για να περάσει. Η Θεσσαλονίκη τον αγάπησε πολύ. Το ίδιο και οι νέοι ποιητές. Τους έβλεπα πως κρέμονταν απ’ τα χείλη του. Σαν να είχαν μαζί τους ένα άγιο, ένα μεγάλο δάσκαλο, τρυγούσαν τις κουβέντες του, κατοπινές παρακαταθήκες για το δικό τους ποιητικό έργο.
Ακόμη και μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι του μιλούσαν στον πληθυντικό. Θλίβομαι για τον θάνατο κάθε γνωστού μου ανθρώπου. Για όλους αυτούς που ένιωσα κάτι και έφυγαν πριν από ‘μένα, δεν μένει παρά να ευχηθώ, Καλή Αντάμωση.