«Προτιμώ να μάθω από ένα πουλί πώς να τραγουδάω
παρά να διδάξω σε δέκα χιλιάδες άστρα πώς να μην χορεύουν» -e. e. cummings, 1894-1962
Συναντώ τον Kάμμινγκς στα όνειρά μου. Έχει πάντα το βλέμμα του στραμμένο κάπου αλλού αλλά έτσι και σε καρφώσει στα μάτια, αισθάνεσαι ότι σου ανοίγει τρύπα στον εγκέφαλο.
Φέτος το καλοκαίρι μού λέει ότι έχει κλείσει για διακοπές στο Ξυλόκαστρο, σε ένα τύπου 70’s ξενοδοχείο δίπλα στον πευκώνα επειδή θεωρεί ότι είναι το ασφαλέστερο μέρος του κόσμου – ο αληθινός λόγος όμως είναι ότι του αρέσει αυτό το –ξ– στη αρχή της λέξης: Είναι, λέει, σαν να ξύνει τα νύχια της μια γάτα σ’ ασβεστωμένο τοίχο στην Αμοργό‘ σαν να ξεραίνεσαι στα γέλια ακόμη και με τις αστείες ειδήσεις‘ σαν να ξεροσταλιάζεις από έρωτα σε αιώνια επιστροφή‘ σαν να ξαλεγράρεις με την πρώτη γουλιά δυνατού εσπρέσο το πρωί‘ σαν να ξέρεις πότε να σταματάς.
Κουβαλώ την καρδιά σου μαζί μου*
κουβαλώ την καρδιά σου μαζί μου (την κουβαλώ μες
στην καρδιά μου) ποτέ δεν είμαι χωρίς αυτήν (όπου πηγαίνω
πηγαίνεις, αγαπημένη‘ κι ό,τι από μένα μονάχο
γίνεται, έργο δικό σου είναι, λατρεία μου)
δεν φοβάμαι
κανένα πεπρωμένο (γιατί εσύ είσαι το πεπρωμένο μου, γλυκιά μου) δεν θέλω
κανένα κόσμο(γιατί ομορφιά εσύ είσ’ ο κόσμος μου, αλήθεια μου)
κι ό,τι ποτέ υπήρξε το φεγγάρι, εσύ είσαι
κι ό,τι ποτέ ο ήλιος τραγουδήσει, εσύ είσαι
το πιο βαθύ μυστικό που κανείς δεν γνωρίζει είναι αυτό
(κι η ρίζα της ρίζας κι ο ανθός του ανθού
κι ο ουρανός τ’ ουρανού ενός δέντρου που λένε ζωή‘ που υψώνεται
ψηλότερα απ’ ό,τι η ψυχή μπορεί να ελπίσει ή ο νους να κρύψει)
το θαύμα που κρατάει τ’ άστρα χωριστά, αυτό είναι
κουβαλώ την καρδιά σου (την κουβαλώ μες στην καρδιά μου)
* ο κάμμινγκς το έγραψε το 1952, σε ηλικία 58 ετών, για την τρίτη γυναίκα του, την Μάριον
Η συμβουλή ενός ποιητή*
Ποιητής είναι κάποιος που αισθάνεται και που εκφράζει το συναίσθημά του μέσα από τις λέξεις.
Αυτό μπορεί να ακούγεται εύκολο. Δεν είναι.
Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ή πιστεύουν ή ξέρουν ότι αισθάνονται – αλλά αυτό είναι εικασία ή πεποίθηση ή γνώση· όχι συναίσθημα. Και η ποίηση είναι συναίσθημα – όχι γνώση ή πεποίθηση ή εικασία.
Σχεδόν καθένας μπορεί να μάθει να κάνει εικασίες ή να έχει πεποιθήσεις ή να γνωρίζει, αλλά κανένα απολύτως ανθρώπινο πλάσμα δεν είναι δυνατό να διδαχθεί να αισθάνεται. Γιατί; Επειδή όποτε εικάζεις ή πιστεύεις ή γνωρίζεις, είσαι πολλοί άλλοι άνθρωποι: αλλά τη στιγμή που αισθάνεσαι, δεν είσαι παρά ο εαυτός σου.
Να μην είσαι κανένας άλλος παρά ο εαυτός σου –μέσα σε έναν κόσμο που κάνει ό,τι μπορεί, νύχτα και μέρα, για να σε κάνει τον καθένα– σημαίνει να ριχτείς στην πιο άγρια μάχη που μπορεί κανείς να ριχτεί‘ και να μην σταματήσεις ποτέ σου να μάχεσαι.
Όσο για το να μην εκφράζεις κανέναν άλλον παρά τον εαυτό σου με λέξεις, αυτό σημαίνει να εργαστείς ακόμη πιο σκληρά απ’ ό,τι όποιος δεν είναι ποιητής μπορεί να φανταστεί. Γιατί;
Επειδή τίποτα δεν είναι ευκολότερο από το να χρησιμοποιείς τις λέξεις όπως κάποιος άλλος. Όλοι μας αυτό ακριβώς κάνουμε σχεδόν συνέχεια – και κάθε φορά που το κάνουμε, δεν είμαστε ποιητές.
Και αν στο τέλος, μετά από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια που μάχεσαι, εργάζεσαι κι αισθάνεσαι, βρεθείς να έχεις γράψει έναν στίχο σε ένα ποίημα, θα είσαι πράγματι πολύ τυχερός.
Γι’ αυτό, η συμβουλή μου σε όλους τους νέους που επιθυμούν να γίνουν ποιητές, είναι: κάνε κάτι εύκολο, ας πούμε μάθε πώς να τινάξεις τον κόσμο στον αέρα – εκτός κι αν πέρα από την επιθυμία σου, σε γεμίζει χαρά να αισθάνεσαι και να εργάζεσαι και να μάχεσαι μέχρι να πεθάνεις.
Ακούγεται θλιβερό; Δεν είναι.
Είναι η πιο θαυμάσια ζωή πάνω στη γη.
Τουλάχιστον, εγώ έτσι αισθάνομαι.
* δημοσιεύτηκε το 1953 σε μια μικρή εφημερίδα του Μίτσιγκαν στις ΗΠΑ, όταν ο ποιητής ήταν 59 ετών.
Ακροστιχίδα Γκανιάν #3 -Kάμμινγκς
Γεμίζει
Καθαρή
Απαστράπτουσα
Νοσταλγία
Ιδαλγός
Αδικαιολόγητης
Ντροπής