Ενίοτε ξεσπούν κάποιες αλλόκοτες «καταιγίδες» που δεν συνοδεύονται από την παραδοσιακή βροχόπτωση ή χιονόπτωση, αλλά από… βατραχόπτωση, ψαρόπτωση, παγόπτωση και από άλλα είδη εξωφρενικών και ανήκουστων κατακρημνισμάτων
Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα στην έρευνα του παράξενου και του αγνώστου είναι οι λεγόμενες «φορτεανές βροχές» -από το όνομα του πρωτοπόρου Τσαρλς Φορτ (1875-1932), του Αμερικανού συγγραφέα που αποδελτίωσε χιλιάδες επιστημονικά έντυπα ψάχνοντας για παράξενα, αλλόκοτα και «καταραμένα» περιστατικά (όσα δηλαδή η επιστήμη είχε απορρίψει). Οι φορτεανές βροχές είναι βροχές από οτιδήποτε εκτός από φυσιολογικά μετεωρολογικά κατακρημνίσματα. Για κάποιο άγνωστο λόγο, τη μερίδα του λέοντος των φορτεανών βροχών έχουν άψυχα αντικείμενα, όπως τεράστια κομμάτια πάγου και έμψυχα, όπως βατράχια και ψάρια. Εννοείται ότι στην πληθώρα των περιπτώσεων η «βροχή» είναι αρκετά ανώμαλη ώστε να μην μπορεί να εξηγηθεί με την συμβατική έννοια (ότι δηλαδή κάποιος ανεμοστρόβιλος παρέσυρε στο διάβα του τα δύστυχα αυτά πλάσματα, ή ότι κάποιο περαστικό αεροσκάφος άδειασε νερό).
Όπως είναι φυσικό, έχουμε φορτεανές βροχές και στη χώρα μας. Μια από τις πιο παλιές σύγχρονες περιπτώσεις που έχω στο αρχείο μου είχε προκαλέσει αίσθηση στην –ακόμα τουρκοκρατούμενη τότε- Βόρεια Ελλάδα. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1907, στο χωριό Ζάροβα (σημερινή Νικόπολη), 30 χλμ έξω από τη Θεσσαλονίκη, ξέσπασε καταιγίδα. Κατόπιν οι χωρικοί βρήκαν τους αγρούς τους καλυμμένους από ψάρια. «Οι πλείστοι των ιχθύων εξηκολούθουν εισέτι ασπαίροντες [σπαρταρούσαν ακόμα]» (Χρόνος, 10.9.1907). Συνολικά οι χωρικοί μάζεψαν 10.000 οκάδες (12 τόνους) ψάρια. Υποτίθεται πως τα ψάρια παρασύρθηκαν από έναν ανεμοστρόβιλο ο οποίος σάρωσε τη λίμνη Βόλβη. Όμως η Βόλβη απείχε 20 χλμ σε ευθεία γραμμή από το χωριό. Όσο γρήγορα και να κινείτο ο ανεμοστρόβιλος, δεν είναι δυνατόν τα ψάρια να επέζησαν έξω από το νερό για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Μια άλλη περίπτωση προέρχεται από την Κομοτηνή του 1963, όταν, «οδηγοί διελθόντες προχθές το μεσονύκτιον εκ Πόρτο Λάγο αναφέρουν ότι κατά την διάρκειαν καταρρακτώδους βροχής είδον πίπτοντας εκεί και βατράχους ζώντας, αλλά μικρού μεγέθους» (Απογευματινή, 19.6.1963). Δυο μήνες αργότερα ένα παρόμοιο φαινόμενο εκδηλώθηκε στα Τρίκαλα. Κατά τη διάρκεια βροχόπτωσης έπεσαν και ψάρια μεγέθους 5 – 8 εκατοστών. Το αξιοπερίεργο είναι ότι η πτώση σημειώθηκε μόνο στη συνοικία Μπάρα. Η επίσημη εξήγηση ήταν φυσικά ότι τα ψάρια παρασύρθηκαν από τους δυνατούς ανέμους και έπεσαν στη γη με τη βροχή. Ξανά βατραχοβροχή έχουμε στην Καρδίτσα το 2001 όταν, μετά από τρίωρη μπόρα, χιλιάδες βατραχάκια μεγέθους 1 – 2 εκατοστών έπεσαν στην παρόχθια περιοχή της λίμνης Πλαστήρα (Espresso, 16.6.2001). Τα βατράχια ήταν αγνώστου είδους. Η μεγαλοφυής εξήγηση του διευθυντή Διεύθυνσης Γεωργίας Καρδίτσας ήταν ότι τα αμφίβια ζωάκια είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους από την… Αφρική –απ’ όπου προέρχονται και οι νότιοι άνεμοι που δημιουργούν βροχές. Δεν ρωτάμε βεβαίως πώς πετούσαν επί ημέρες ολόκληρες σώα και αβλαβή και χωρίς να πέσουν κάπου στο ενδιάμεσο.
- Το ψάρι είναι ισχυρό σύμβολο. Ήταν το σύμβολο της θεάς Αταργκάτις της Συρίας, ένας από τους άβαταρ του Βισνού, σύμβολο της αθανασίας στην Αίγυπτο και πρώιμο σύμβολο της Βάπτισης. Τα ψάρια τάισαν τους 5.000 ακροατές του Ιησού στο σχετικό θαύμα, ενώ το ψάρι έπαιρνε τη θέση του οίνου σε πολλές περιπτώσεις πρωτοχριστιανικής Ευχαριστίας.
- Στις 4 Ιανουαρίου 1988 ένας όγκος πάγου μισού κυβικού μέτρου έπεσε με εκκωφαντικό θόρυβο στο Χαλκούτσι Αττικής δημιουργώντας κρατήρα βάθους 20 εκατοστών! Η δημοσιογραφική εξήγηση ήταν ότι ο πάγος προερχόταν από «τουαλέτα αεροπλάνου». Τμήμα του πάγου αναλύθηκε στο Γενικό Χημείο του Κράτους όπου διαπιστώθηκε ότι αποτελείτο από «χλωριωμένο νερό». Ποιος χλωριώνει το νερό της ατμόσφαιρας;
- Το 1980 ένα κομμάτι πάγου 5 κιλών έπεσε, λίγο έξω από την Πάτρα. Το Πανεπιστήμιο αποφάνθηκε ότι επρόκειτο για πάγο που πιθανότατα μεταφέρθηκε από αεροπλάνο. Ένα παρόμοιο φαινόμενο είχε παρουσιαστεί στην ίδια περιοχή πριν 4 χρόνια (επιστολή καθηγητή Δ. Ηλία, Ελευθεροτυπία 19.1.1988). Όμως το όνομα της κοινότητας όπου έπεσε το «παγάκι», ήταν… Χιόνα! (Νέα, 11.9.1980)