Φιγούρες γειτονιάς
Η γειτονιά μας είναι μια μικρή πόλη μέσα στην πόλη. Ένα μεγαλύτερο σπίτι από αυτό που ήδη ζούμε. Μια έννοια ιδιαίτερη που -όπως όλες- έχει και τα καλά της και τα κακά της. Ένα από τα τελευταία δεν είναι άλλη από αυτή τη νοοτροπία του χωριού που δεν λέει να φύγει από πάνω μας. Κουτσομπολιά, ίντριγκες, αψιμαχίες, φήμες και σχόλια λες και πρέπει να μας νοιάζει τι κάνει ο διπλανός. Πολλές φορές αυτά βέβαια έρχονται μαζί με το νοιάξιμο για τον συνάνθρωπο. Για τον γείτονα θα τρέξεις, ακόμη κι αν έχετε παίξει μπουνιές στη συνέλευση της πολυκατοικίας.
Όταν ακούω γειτονιά μου έρχεται στο μυαλό μια όποια παλιά ελληνική ταινία όπου οι πρωταγωνιστές ζουν το δράμα ή την κωμωδία τους και περιτριγυρίζονται από τις κλασικές φιγούρες που αναγνωρίζονται σε κάθε μικρό μέρος, σε κάθε υποσύνολο μιας κοινότητας, είτε εντός είτε εκτός Αττικής. Έτσι, είπα να μαζέψω τους αγαπημένους μου!
Η σκιά
Ηλικιωμένος κύριος ή κυρία που κάθεται σαν Βούδας πίσω από την τραβηγμένη κουρτίνα ή τις γρίλιες για να σκανάρει κάθε κίνηση της γειτονιάς. Νομίζει ότι δεν φαίνεται πίσω από την υποτυπώδη κάλυψη, αλλά όχι μόνο φαίνεται, σε κάνει να ανατριχιάζεις κιόλας, αφού νομίζεις ότι σε παρακολουθεί κάποιος σχιζοφρενής δολοφόνος. Μην ανησυχείς φίλε μας, δεν έχει εμμονή μαζί σου. Έχει το σύνδρομο του παντογνώστη να το πω ευγενικά. Του κουτσομπόλη να το πω ευθέως.
Ο ψιλικατζής
Όλα τα ξέρει, όλα τα βλέπει, όλα τα σχολιάζει, αλλά χαρακτηρίζεται από εχεμύθεια. Ο ψιλικατζής της γειτονιάς είναι πάντα εκεί και οι περίοικοι τον νιώθουν σαν άλλον μπάρμαν. Του λένε τα σώψυχά τους, του σχολιάζουν, του ζητούν βερεσέδια, του πιάνουν κουβέντα γενική όταν βαριούνται, αλλά ξέρουν ότι δεν θα τους προδώσει. Και ο περιπτεράς το απολαμβάνει να τα ξέρει όλα κι ας μη θέλει να τα μοιραστεί.
Ο τσιμεντάκιας
Λοιπόν αυτός είναι ιδιαίτερη φιγούρα και να πω αλήθεια, τον συναντάς κυρίως στα Δυτικά Προάστια, χωρίς να μπορώ να ερμηνεύσω το φαινόμενο με τοπικούς παράγοντες. Είναι αυτός που θέλει να παρκάρει ακριβώς έξω από το σπίτι του ή έστω σε μια ακτίνα 20 μέτρων. Γι’αυτό θα βάλει τσιμεντάκι ή πλαστική καρέκλα μην τυχόν του πάρουν τη θέση. Τις Κυριακές σαφώς πλένει το αμάξι και γεμίζει σαπουνάδες μέχρι τ’αυτιά, ενώ αν κάποιος επισκέπτης τολμήσει και μετακινήσει το τσιμέντο/καρεκλάκι μπορεί να δημιουργηθεί διπλωματικό επεισόδιο.
Ο φωνακλάς
Είναι αυτός που το ντεσιμπέλ της φωνής του δεν πέφτει σε καμία συνθήκη. Ξυπνάει; Γκαρίζει λέγοντας καλημέρα σε όλο τον ακάλυπτο. Τρώει; Επαινεί το μάγειρα να τον ακούσουν όλοι. Χορεύει; Θα το κάνει με τακούνια για να ακούει τον ήχο. Μιλάει στο τηλέφωνο; Φτάνει σε άλλες συχνότητες λες και μιλάει με Αυστραλία. Άμα τσακώνεται δε, θα σε πιάσει πονοκέφαλος. Μπορεί να μην φταίει, αλλά η χροιά της φωνής του να είναι τέτοια. Συνήθως όμως είναι απλά αυτός ο εξωστρεφής που μέχρι και στις ζωντανές σκηνές οι τραγουδιστές του ζητούν να σωπάσει.
Το φάντασμα
Φεύγει πρωί με καφέ, γυρνάει το βράδυ χοροπηδώντας. Έχει σακίδιο, έχει και παγουρίνο, είναι καλοντυμένος και ευδιάθετος. Τον αναγνωρίζεις από μακριά, αλλά δεν τον ξέρει κανείς! Έχει βάλει ένα αόρατο τείχος γύρω του έτσι ώστε να μην νιώθεις οικεία να του πιάσεις κουβέντα. Τρελαίνει την κατηγορία της “σκιάς”, αλλά τον αγαπάει ο “φωνακλάς” γιατί δεν του κάνει ποτέ παρατήρηση. Φιγούρα μυστήρια, αλλά όχι σκοτεινή. Αυτός που αν αποδειχθεί ότι είναι δολοφόνος, η γειτονιά θα βγει στα παράθυρα και θα πει: “Ήταν ήσυχος, δεν δημιουργούσε προβλήματα”.
Ο γηγενής
Αυτός μένει στη γειτονιά από τότε που αυτή ήταν λιβάδι και έβοσκε πρόβατα. Συχνάζει στο καφενείο, αναπολεί τα παλιά, νοσταλγεί σαν ήρωας μυθιστορήματος. Συνήθως είναι ευχάριστος, αλλά μπορεί να επιμείνει πολύ να σου διηγηθεί μια ιστορία, ακόμη κι αν εσύ δεν είσαι σε φάση, Σε γενικές γραμμές άκακος, αλλά μπορεί να εξελιχθεί στον “τσιμεντάκια”.
Ο Εγώ-είμαι-από-το-χωριό
Θέλει να φέρει την αύρα του Ζαγορίου στην Κυψέλη. Καλημερίζει ανεξαιρέτως όλους, εκφέρει άποψη για όλα, αράζει στην πλατεία, τον ξέρουν όλοι. Συνήθως είναι ευπρόσδεκτος στις παρέες μέχρι να αρχίσει να μιλάει για το χωριό του και πώς εκεί οι άνθρωποι δεν είναι αποξενωμένοι. Άσε μας άνθρωπέ μου! Εδώ είναι μητρόπολη!
Ένας ιός που ένωσε τις γειτονιές
Πόσο ακόμη να γράφεις για τη νέα πραγματικότητα, ενώ μπορείς απλά να την παρατηρήσεις;
Κάνοντας μια ανασκόπηση και γυρνώντας έναν χρόνο, μας θυμάμαι όλους παγωμένους για την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα που ξημέρωσε ξαφνικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Θετικά και αρνητικά, μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα τέθηκαν σε “κίτρινα σημειωματάρια”, με απώτερο στόχο να μετριάσουμε τον έμφυτο πανικό με μικρές δόσεις λογικής. Μας έλειψε όμως το εξής: να πάρουμε μια βαθιά ανάσα και να παρατηρήσουμε τις αλλαγές. Όχι τόσο μέσα μας ή στις δραστηριότητές μας. Αλλά γύρω μας.
Η εσωστρέφεια έκανε την εμφάνισή της με βήμα σκληρό και ταχύ, λες και άκουγες ναζιστική παρέλαση πλήρως συγχρονισμένη. Όμως η εσωστρέφεια δε συνάδει με την ανθρώπινη φύση, κάτι που έχει αποδειχθεί από τη δημιουργία των πρώτων ανθρώπινων ομάδων, από τις απαρχές του χρόνου. Έτσι, ναι μεν η εσωστρέφεια έπιασε το θρόνο της, αλλά μετατράπηκε σε εξωστρέφεια με εσωστρεφή χαρακτηριστικά. Για να το πούμε απλούστερα; Οι άνθρωποι επαναπροσδιόρισαν την έννοια, την ουσία, την αξία της γειτνίασης. Τη σημασία της ύπαρξης ενός κοινού τόπου που μόνο αν στηριζόταν ο ένας στις δυνάμεις του άλλου και όλοι μαζί στη δυναμική του όλου ο σκόπελος της καραντίνας θα ξεπερνιόταν κάπως πιο ανώδυνα. Και ένα χρόνο μετά είμαστε περήφανοι να λέμε ότι ναι, τα πράγματα άλλαξαν, αλλά ως προς τις γειτονιές, η ζυγαριά αυτής της αλλαγής έγειρε προς το καλύτερο.
Σιγά σιγά, άρχισαν να ξεπηδούν στις εισόδους των πολυκατοικιών χειρόγραφα χαρτάκια με ονόματα, τηλέφωνα ή διαμερίσματα όπου όποιος είχε ανάγκη μπορούσε να απευθυνθεί. Ανάγκη για εξυπηρέτηση ή ανάγκη ακόμη και για την παροχή προμηθειών, “τα βασικά”, που τόσο έλειψαν και λείπουν από πολλές οικογένειες.
Τα μπαλκόνια αντικατέστησαν τις παλιές “Αυλές των θαυμάτων” των δεκαετιών του ‘50 και του ‘60. Οι καλημέρες και οι καληνύχτες έδιναν κι έπαιρναν μεταξύ ανθρώπων που πριν δεν γνωρίζονταν καν. Άρχισες να γουστάρεις να ακούς τη μουσική του δίπλα, να ακούς καμιά φωνούλα από το τηλέφωνο, όχι από κουτσομπολιό, αλλά για να σταματήσεις να αισθάνεσαι τόσο μόνος. Όταν έφτασε δε το Πάσχα και κανείς δεν ήταν εκεί που ήθελε να είναι, τα μπαλκόνια αντικατέστησαν τα προαύλια εκκλησιών στο χωριό και τα φαναράκια έμειναν να καίνε ως το πρωί.
Σιγά σιγά, άρχισαν να αχνοφαίνονται κι άλλες αλλαγές. Τα πάρκα λες και και ξύπνησαν. Δεν ήταν πια έρημα, αφού τους έδωσαν πνοή όλοι όσοι ήθελαν να ξεσκάσουν από το πολύ μέσα. Περνώντας ο καιρός, άρχισαν και οι γνωριμίες. Τα γειτονικά μαγαζιά έμαθαν πώς πίνεις τον καφέ σου και δεν χρειαζόταν πια να σε ρωτήσουν. Τα ίδια τα μαγαζιά απέκτησαν άλλη διάσταση. Δεν ήταν πια μόνο τα εστιατόρια και τα καφέ που τα ‘ξερες γιατί που και που παράγγελνες όταν βαριόσουν να μαγειρέψεις. Έγιναν φάροι ένδειξης ότι η γειτονιά δεν κοιμάται. Οι άνθρωποι ζουν και αναπνέουν, ο χρόνος προχωράει κι ας έχουμε πατήσει το κουμπί του pause.
Ακόμη και φαινόμενα συμμοριών με φράσεις του στυλ “τι δουλειά έχεις εσύ στη γειτονιά μας” και τσαμπουκάδες στα σκοτεινά, άρχισαν να εκλείπουν, αφού πια ήταν τιμή να επιλέγεται η γειτονιά σου για την πολύτιμη καθημερινή βόλτα.
Οι γειτονιές ξυπνήσαν. Όλη η κατάσταση προχώρησε από το εγώ, στο εσύ και το εμείς. Κάτι που έπρεπε να γίνει πολύ νωρίτερα, πριν φτάσει ο κόμπος στο χτένι, με έναν ιό και μια δαμόκλειο σπάθη πάνω από τα κεφάλια μας. Κι ελπίζουμε αυτό να μην το αλλάξει η εξαφάνιση του ιού…
Bonus: Οι προτάσεις της ΗΠΖ για τα αγαπημένα μας μαγαζιά της “γειτονιάς” που έγιναν πλέον κλασικά αθηναϊκά είναι εδώ!