Οι πόλεις δεν μας χωράνε πια. Δεν μας αγαπούν. Και η απέχθειά τους αυτή διαποτίζει και τις συνοικίες. Δεν είναι τόσο μακρινή η εποχή που η γειτονιά ήταν για τον καθένα το κέντρο του κόσμου. Του δικού του κόσμου.
Μας το είπε ο Χρ. Βακαλόπουλος στη “Γραμμή του Ορίζοντος” (εκδ. Εστία, 1991). Ήταν ένας κόσμος πραγματικός και συμβολικός ταυτόχρονα. Κόσμος προσωπικών σχέσεων μεταξύ πραγματικών ανθρώπων. Τότε που οι οικογένειες μοιράζονταν την ίδια αυλή ή έβγαζαν τις καρέκλες και τα τραπεζάκια τους στο ίδιο πεζοδρόμιο – μια άλλη σχέση ιδιωτικού και δημόσιου, ένας άλλος τρόπος συνάφειας του κάθε προσώπου με την κοινότητα. Υπάρχουν, ευτυχώς, οι ελληνικές ταινίες του ’50 και του ’60 που κρατούν ζωντανό τον κόσμο αυτόν, έστω σαν μνήμη.
Αυτός ο τρόπος επλήγηκε σοβαρά, αλλά δεν χάθηκε τελείως, όταν, προχωρώντας η δεκαετία του ’60, άρχισαν να πληθαίνουν οι πολυκατοικίες και να συνωστίζονται σε αυτές άνθρωποι ξένοι μεταξύ τους, που όμως γρήγορα γνωρίζονταν, συναναστρέφονταν ο ένας τον άλλον – έστω και για να τσακωθούν ή για να κουτσομπολέψουν, ή απλώς για να αγοράσουν και να πουλήσουν υπηρεσίες και εμπορεύματα.
Από τότε πέρασαν έξι δεκαετίες. Και μέσα απ’ όλα τα κύματα των αλλαγών που βίωσε η ελληνική κοινωνία (την τηλεόραση, τη χούντα, τη μεταπολίτευση, την εξατομίκευση, τον νόθο εξευρωπαϊσμό, την ευμάρεια με τα πήλινα πόδια, τα αλλεπάλληλα κύματα μεταναστών), φτάσαμε σήμερα, στις γειτονιές της κρίσης.
Όπου κάποιες ασύμετρα υπεραναπτυγμένες λειτουργίες, άλλες πιο μόνιμες (όπως το airbnb), και άλλες έκτακτες (τελευταίο παράδειγμα οι συνωστισμένοι νέοι στις πλατείες του κορωνοϊού), μετατρέπονται σε καρκινικά κύτταρα που κατατρώγουν τις σάρκες των συνοικιών. Είναι το τέλος της γειτονιάς ή μια νέα τεχνοπολιτική μετάλλαξή τους; Υπάρχει έξοδος από το δίλημμα;
* * *
Η γειτονιά είναι εξ ορισμού ένα “μεταξύ”. Ένας ενδιάμεσος τόπος φυσικής οικειότητας, επί του οποίου διαχωρίζονται και ταυτόχρονα συναρτώνται δύο διακριτά επίπεδα της κοινωνικής συμβίωσης: το επίπεδο της βιωτικής μέριμνας και το επίπεδο του ευρύτερου πολιτικού δεσμού. Είναι εκεί που η συγγένεια και ο συνεταιρισμός συνδέονται με ευρύτερες αξίες και υπαρξιακές ποιότητες, όπως το δίκαιο, η ομορφιά και το αγαθό, χωρίς να εξαερώνονται σε αόριστες ιδεολογίες. Είναι εδώ που το πραγματικό και το συμβολικό, το πρόσωπο και η κοινότητα, γίνονται ένα χωρίς να συγχέονται.
Παλιότερα αυτό εκφραζόταν στη σύμπτωση του ναού με την κεντρική πλατεία. Αλλά το βρίσκουμε και σ’ αυτό που έλεγε ο Χρ. Βακαλόπουλος – τον ανέφερα και παραπάνω – ότι στους κινηματογράφους της Κυψέλης «δεν πήγαινες τόσο για να δεις ταινίες, όσο για να δεις τους άλλους μέσα από το φως των ταινιών» (Περιοδικό “Ενα” 28/3/90, και “Η ονειρική υφή της πραγματικότητας”, εκδ. Εστία, 2005, σελ. 390).
Αυτό το ενδιάμεσο επίπεδο φυσικής οικειότητας συνθλίβεται σήμερα από την υπερδιόγκωση των δύο άλλων επιπέδων: του ατομικού-ιδιωτικού από τη μια, και του γενικού-δημόσιου από την άλλη. Από τη μια η “γυμνή” ζωή της βιωτικής μέριμνας, και από την άλλη η υποκατάσταση του συμβολικού στοιχείου από ένα φαντασιακό συμπίλημα ναρκισισμού, ηθικισμού και συναισθηματισμού.
Το τρίπτυχο είναι “επιβίωση, κατανάλωση, εντυπωσιασμός”. Είναι ο σύγχρονος καπιταλισμός, όχι απλώς σαν οικονομικοκοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, αλλά σαν υπαρξιακό μέγεθος. Που δεν ορίζει μόνο συμφέροντα και συσχετισμούς ισχύος, αλλά φιλοδοξεί να δώσει νόημα στη ζωή – ή μάλλον, να στερήσει τη ζωή από κάθε ζωτικό νόημα. Και έτσι όλα μετατρέπονται σε απρόσωπες, μηχανικά διαχειρίσιμες λειτουργίες.
Δεν υπάρχει εδώ θέση για πραγματική γειτονιά. Δεν είναι παρά μια περιοχή στα google-maps. Ένας τόπος που συρρέουν τα άτομα σε μαζική συσκευασία, όταν μια πρόσκληση στα κοινωνικά δίκτυα γίνεται viral. Νομίζω πως αν υπάρχει απάντηση σ’ αυτή τη δυστοπία, δεν μπορεί να είναι άλλη από την επανεύρεση – με αλλοιώτικη προφανώς μορφή – της πόλης σαν κοινοτικής σύνθεσης: μέσα από τη συνάφεια του πραγματικού με το συμβολικό, του προσωπικού με το κοινωνικό. Μέσα από έναν τρόπο να κοινωνούμε αληθεύοντας και να αληθεύουμε κοινωνώντας – με τους άλλους, με τα πράγματα, και τελικώς με τους εαυτούς μας.