Καταδυόμουν κάθε μέρα εκείνον τον Ιούλιο που σου παν να λείψεις.
Οι της αυθεντίας στην οποία καταφεύγουν μόνο οι ηλίθιοι – υπάρχουν πολλές από αυτές και πολλοί αντίστοιχα.
Στα βαθιά, στα ανοιχτά του πελάγους, να βρίσκω αστερίες για σενα αστεράκι. Έναν κάθε μέρα τουλάχιστον, μήπως μου λείψεις λίγο λιγότερο [αλλά όχι πολύ λιγότερο].
Στους έδωσα έναν έναν [όταν πια μου επετράπη wtf?], σου άρεσαν είπες, ζαλισμένη από όλη αυτήν την παράνοια.
Και τώρα στα βαθιά καταδύομαι, δεν ήμουν ποτέ καλός στα ρηχά ούτως ή άλλως.
Όχι όμως στης γνωστής θάλασσας αυτή τη φορά, αλλά στης άλλης, της απύθμενης, αυτής που οι μεγάλοι, λένε και ύπαρξη.
Εδώ, δεν έχει αστερίες, όπως [πάλι] δεν έχει [σε φυσική μορφή] ούτε εσένα .
Έχει αναμνήσεις μας που με απειλούν, [αφηρημένες] ελπίδες που με μπερδεύουν, όχι όμως φόβο [τον φόβο τον νίκησα, ήταν άλλωστε, ανακάλυψα, τόσο περιττός].
Δεν είναι η πρώτη ήττα μας. Μετά από πολλές, έχω μάθει:
να είμαι ένας άντρας χωρίς αναμνήσεις,
να είμαι ένας άντρας που αμφισβητεί και παραμερίζει την ελπίδα,
[συνδεόμενος μόνο στη στροφορμή του τώρα],
να είμαι ένας άντρας λιγότερο εύθραυστος [κάτι που δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι είναι για καλό],
να μη με σπάει πια -άρα ουσιαστικά να μην υπάρχει- καμία ήττα.
Ενώ σε σκέφτομαι, μερικές φορές χαμογελάω και προχωράω, άλλες πονάω και προχωράω, τις περισσότερες, μόνο προχωράω.
Η αθωότητα μου [ή αλλιώς αφέλεια για τους κυνικούς, τόσα ξέρουν] πάντως, ανόθευτη [από μικρός ανάποδος και αντιρρησίας].
Ό,τι και να γινε μέχρι τώρα [που έγιναν πολλά], ποτέ δεν μετακινήθηκε, και δεν πρόκειται.
Είναι από τις λίγες και πολύτιμες πηγές ασφάλειας μου.
Μέσα της, συνεχίζω να πιστεύω ότι καμία κατάφαση δεν είναι πλήρης εαν δεν έχουν προηγηθεί αυτής, δεκάδες έξυπνες αρνήσεις.
Τον έχεις κι εσύ αυτόν τον μηχανισμό το χω δει. Άρα δεν μπορώ κάτι άλλο απ το να δουλεύω, να δουλεύω και να επιμένω ανένδοτος:
ώστε να μην τον ποδοπατήσεις για να κρυφτείς απ τον πόνο [αυτό μακροπρόθεσμα θα ταν ολέθριο],
ώστε να μην σου τον ποδοπατήσουν εξαπατώντας σε σε ψευδο-εύκολους, χωρίς προοπτική, δρόμους.
Ο πόνος [για εμάς τους τρεις] έρχεται [και πρέπει να έρχεται] δεύτερος, αδιάφορος, αμελητέο αντίτιμο για την ελευθερία, τη βούληση, την καθαρότητα και το φώς.
Σε περιμένω λοιπόν, κάθετα, με όλη τη χαρά του σύμπαντου στα δάχτυλα και τα χείλη, στο κτίριο μη-κτίριο.
Αυτόν τον μακρόστενο ενδιάμεσο χώρο στο Μοναστηράκι που δεν εχει τοίχους δικούς του γιατί δεν τους χρειάζεται.
Εκεί που πρωτομίλησες για τον Αδερφό μου, τον οποίο δεν είδα ποτέ.
Δεν πιστεύω σε πολλά, σε σένα όμως πιστεύω, όπως και σε αυτή τη μοναδιαία σου κατάφαση.
Σε αυτό το απόλυτο, ιερό και αυτόματο ΝΑΙ του παιδιού [όσο κι αν σε έσπρωξαν πίσω προς την καμήλα τόσο νωρίς τα περιπολικά].
Είναι μια πίστη, μια τρυφερότητα που μάχομαι σκληρά να κρατήσω.
C’est mon pays [This is my country].
Υ.Γ. μέχρι αυτήν, την τελειωτική [μας] νίκη, hasta, καλήτερα
[θα φροντίσω να χει καθάρια νερά Υδραίικα για να κολυμπούμε, κόκκινους αστερίες, λεμονιές, και δύο μαύρους μπερέδες].
Σ’αγαπώ τόσο, γλυκήτατή μου δεσποινίς.
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε.. [Ο.Ε. respect]