Μια μαυρίλα έχει καλύψει την πόλη αυτή τη χρονιά. Οι λόγοι είναι γνωστοί και βαριόμαστε να τους επαναλαμβάνουμε. Πραγματικά κουραστήκαμε να βλέπουμε και να ακούμε μαύρο. Ανιχνευτές της πόλης καθώς είμαστε, ρουφώντας τις ανθρώπινες ιστορίες που ακούμε σε στενά σοκάκια ή μαντεύοντας πίσω από ένα “Αχ!” που βγαίνει αληθινό απ’την ψυχή του συνομιλητή μας τη δική του ιστορία, αποφασίσαμε να δεχτούμε και να σας πούμε ότι η ζωή είναι πολύχρωμη. Και δεν μπορεί, κάτι καλό θα βγήκε από αυτήν την χρονιά. Αληθινές ιστορίες; Φανταστικές; Το δικό μας ηθικό δίδαγμα όπως το “διαβάσαμε” πίσω από το βλέμμα ενός ανθρώπου; Μικρή σημασία έχει. Εμείς πάντα θα λέμε ότι ήμασταν εκεί και τις είδαμε.
Μια χρονιά δεν καθορίζεται από τις άσχημες ειδήσεις. Υπάρχουν και τα θετικά! Αυτές οι όμορφες στιγμές που πρέπει να εκτιμάμε!
Δεν είχαν ρίξει και λίγους καυγάδες με τον πατέρα της. Ακόμα και τώρα, τρία χρόνια μετά τον ερχομό της εγγόνας του, συνέχισε να είναι εκνευριστικός για την Αλίκη.
Σα να υπήρχε ένα νέφος δυσπιστίας ανάμεσά τους. Εκείνη πήγαινε 1 φορά στις 15 μέρες με το παιδί στον πατέρα της και απλά προσπαθούσε να μην τσακωθεί. Η μάνα προσπαθούσε πάντα να τους συμβιβάσει. Το πιο εκνευριστικό ήταν όταν της έλεγε ξανά και ξανά το τι φάρμακα έπρεπε να πάει να του αγοράσει.
Ανάμεσα από κάθε του φράση έβαζε ένα δασκαλίστικο, “το κατάλαβες ή να στο ξαναπώ;”. Και προχωρούσε έτσι αργά και βασανιστικά στο επόμενο. Η Αλίκη προσπαθούσε να το ξεπεράσει πότε με χιούμορ, πότε με απάθεια, πότε με φωνές. Εκείνος της έλεγε πάντα, “το κατάλαβες ή να στο ξαναπώ;”.
Ένα κρύο Κυριακάτικο απόγευμα του Οκτωβρίου, πήγε από τον πατέρα της για τη συνηθισμένη δοκιμασία. Της άνοιξε η μάνα της αλαφιασμένη. “Έλα γιατί ο πατέρας σου έχει πλαντάξει στο κλάμα και σε ζητάει”.
Παραξενεύτηκε. Τον βρήκε με πρησμένα μάτια, να κλαίει γοερά. “Τι έγινε ρε πατέρα;’’ τον ρώτησε ανήσυχη. Άρχισε να της λέει για ένα όνειρο που είδε. Πως ήταν τρίο χρονών και πως την κρατούσε από το χέρι και πήγαιναν βόλτα. Και πως της έβαζε τρικλοποδιά όπως συνήθιζε, για πλάκα. Και πως στο άλλο χέρι κρατούσε την τρίχρονη εγγόνα του και πάλι της έκανε το ίδιο. Και πως προχωρούσαν οι τρεις τους ανέμελοι και γελούσαν.
Η Αλίκη τον κοίταζε βουρκωμένη. “Έλα μωρέ παιδί μου, ωραίο όνειρο ήταν. Τι κάνεις έτσι;”. Εκείνος λύθηκε τελείως. “Σ’ αγαπάω πολύ, το κατάλαβες ή να στο ξαναπώ;’’.