Γράφει η Δήμητρα Πικραμένου
Το πάθαμε κι αυτό. Μπήκαμε σε νέα εποχή, που διαφοροποίησε τη ζωή μας. Πλησιάζει το Πάσχα κι εμείς είμαστε κλεισμένοι μέσα, μαντρωθήκαμε. Το κάνουμε ηθελημένα, όχι τόσο γιατί μας επιβάλλεται, αλλά γιατί πρέπει να προφυλάξουμε τον εαυτό μας, τους δικούς μας, το σύνολο. Όλα όμως βρίσκονται στο μυαλό μας και, ειδικά τώρα το Πάσχα, κανένας δεν μας έχει απαγορεύσει να προσευχηθούμε, εάν αισθανόμαστε την ανάγκη γι’ αυτό. Μπορούμε όμως -μετά τις πένθιμες ημέρες- να γυρίσουμε τον διακόπτη ασφαλείας μας και να γιορτάσουμε, να χαρούμε, όπως μπορεί ο καθένας μας.
Θα αναφέρω τη δική μου περίπτωση κάποιο Πάσχα, το 1998 ή το 1999. Φυσικά δεν το προτείνω σε κανέναν, απλώς το αναφέρω. Για τους δικούς μου λόγους, εδώ και πολλά χρόνια έχω κλειστεί στον εαυτό μου, στο καβούκι μου. Δεν «με» βαριέμαι, έχω πολλά ενδιαφέροντα. Η βασικότερη διέξοδός μου είναι το διαδίκτυο. Το chat μάλιστα είναι η αδυναμία μου. Με βοηθάει να αποφεύγω τα χάπια και τους ειδικούς!
Ποια ήταν όμως η πρώτη μου εμπειρία, αυτή που ήταν τόσο δυνατή, ώστε με έκανε να κολλήσω στο chat; Μεγάλο Σάββατο ήταν κι έμενα στα Μελίσσια, ολομόναχη. Είχα φίλους και μπορούσα να περάσω πολύ καλά. Δεν ήθελα όμως. Προτιμούσα τη συντροφιά του εαυτού μου. Βγήκα λοιπόν και ψώνισα. Αρνί δεν είχα διάθεση να φάω, ούτε άλλο κρεατικό. Αυτό που ήθελα ήταν να φάω τσουρέκι!
Και όχι μόνο του, ούτε με τυρί, όπως είχα μάθει από το πατρικό μου. Με σοκολάτα το ήθελα το τσουρέκι. Εκείνη την Υγείας Παυλίδου, ολόκληρο βιβλίο έγραψα για δαύτην, δεν θα την έτρωγα; Αγόρασα κουτί με δέκα σοκολάτες κι όλα τα υλικά για το τσουρέκι. Το μεσημεράκι έβαλα μπροστά το μίξερ κι ετοίμασα τέσσερις δόσεις. Τσουρέκι για να φάει ένας λόχος, τέσσερα κιλά αλεύρι. Άφησα τη ζύμη να ανέβει και, για να περάσει λίγο η ώρα, άνοιξα τον υπολογιστή.
Δεν έπρεπε να κοιμηθώ για μεσημέρι, έπρεπε να ψήσω τα τσουρέκια…
Τι ήταν αυτό που με έσπρωξε να ανοίξω τον υπολογιστή; Το αγνοώ, απλώς μπήκα στο μοναδικό chat που γνώριζα, στο in.gr. Είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν ελληνικό, φυσικά με greeklish χαρακτήρες τότε. Δεν είχα δικτυωθεί ακόμη και βρέθηκα σ’ ένα δωμάτιο πολύ ουδέτερο, κάτι σαν «Βιβλίο» ή «Οικογένεια». Κι εκεί έπαθα την πλάκα μου. Υπήρχε μια παρέα νέων, φοιτητές κυρίως της Ιατρικής Σχολής ήταν, όπως ανέφεραν, στο Αριστοτέλειο. Αδιάφορη η συντροφιά στην αρχή, βοήθησε όμως να περάσει ευχάριστα η ώρα. Ανέβηκαν τα τσουρέκια, τα μάλαξα λίγο κι έπειτα άρχισα το ψήσιμο. Και, σταδιακά, ξεκίνησα να ενδιαφέρομαι γι’ αυτά τα τόσο νέα παιδιά, που βρίσκονταν τέτοια μέρα μόνα τους και περνούσαν την ώρα τους στο chat.
Μου δόθηκε η ευκαιρία τότε να καταλάβω ότι είμαι ευέλικτη και προσαρμόσιμη.
Έμεινα μπροστά στον υπολογιστή από το Μεγάλο Σάββατο αργά το μεσημέρι έως τη Δευτέρα του Πάσχα το απόγευμα. Χωρίς ύπνο και χωρίς διάλειμμα. Και όχι μόνη μου, με καμιά δεκαριά άτομα συντροφιά. Με κουβεντούλα γραπτή και με ανέκδοτα. Με άκακα πειράγματα και με διάθεση καλαμπουρίστικη. Υποθέσαμε ότι φάγαμε πρώτα τη μαγειρίτσα μας. «Νόστιμη αυτή η μαγειρίτσα», έβλεπες να γράφεται στην οθόνη. Την επομένη, γράφαμε ότι ψήναμε το αρνί κι ότι τσιμπολογούσαμε την ξεροψημένη πέτσα του. Γράφαμε «στην υγειά σου» και υποθέταμε ότι πίνουμε κρασάκι, ότι τσουγκρίζουμε αυγά, ότι ακούμε δυνατά μουσική, ότι χορεύουμε.
Έπινα τον άγλυκο καφέ μου, ενώ όποτε πεινούσα έτρωγα λίγο τσουρέκι με σοκολάτα. Συμμετείχα όμως με όλη μου την καλή διάθεση κι αντάλλασσα ευχές με ανθρώπους με τους οποίους ποτέ δεν ξαναμίλησα. Δεν αισθανόμουνα ότι ήμουνα μόνη στο σπίτι, ότι για σαράντα οκτώ ώρες το τηλέφωνό μου δεν χτύπησε. Αισθάνθηκα ότι είχα γιορτάσει υπέροχα το Πάσχα!
Προσαρμογή, επομένως. Εγώ την αντέχω για το καλό μου… Εσύ;