Η κενοδοξία του πρόσφατου παρελθόντος μας έχει πάει περίπατο και σίγουρα θα κάνει καιρό να επιστρέψει. Η οικονομική πληγή που έχει προκληθεί και το αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον έχει αποδυναμώσει, ψυχικά, ακόμα και τους ευκατάστατους φίλους μας.
Οι άνθρωποι του επιχειρείν βλέπουν τους κόπους τους, την υπομονή τους -μετά από την σχεδόν δεκαετή οικονομική κρίση- και το κουράγιο τους να εξανεμίζονται. Οι εργαζόμενοι δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει η επόμενη μέρα, μιας και οι εργασιακές θέσεις και σχέσεις κλονίζονται σταδιακά.
Κάποιοι αισιοδοξούν, ελπίζουν ή τουλάχιστον έτσι θέλουν να δείχνουν. Είναι η επιβολή του think positive που μαζί με την ματαιοδοξία και την πονηριά διεκδικούσε καλή θέση στις ζωές μας. Δεν ξέρουμε, λέμε, τι θα φέρει το αύριο, μα ούτε και εναλλακτικές δημιουργούμε. Δεν υπάρχει στο μυαλό μας το plan b. Μα γιατί για εμάς δεν θα χρειαστεί! Όπου μας βολεύει, ή επιστρατεύουμε την αισιοδοξία μας ή σκεφτόμαστε ως μονάδες: «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Έπειτα ισχυριζόμαστε -ως έσχατη λύση- την επιστροφή μας στα πατρικά σπίτια, σε επαρχιακές πόλεις, στα βουνά… Η ελπίδα για οικονομική μετανάστευση έχει πια ολοκληρώσει τον κύκλο της. Κανείς δεν έχει να πάει πουθενά.
Θα είναι όμως όλο αυτό ικανό να αφυπνίσει τους Έλληνες πολίτες; Θα μπορέσουμε να γίνουμε ξανά παραγωγικοί; Θα εκτιμήσουμε τη σχέση μας με το εύφορο έδαφος και τη πλούσια γη μας για να ορθοποδήσουμε; Θα πιάσουμε την τσάπα, θα δούμε τι σημαίνει σπέρνω και θερίζω; Θα κάνουμε έναν επαναπροσδιορισμό αναγκών ή θα στραφούμε πάλι στο «Εγώ»;
Ήταν ικανό αυτό το διάστημα να μας οδηγήσει στην αναγνώριση ότι δημιουργήσαμε επίπλαστες ανάγκες ή μάλλον ότι αποδεχθήκαμε τις επίπλαστες ανάγκες που μας εμφύτευσαν; Ότι γίναμε, στο όνομα της όποιας προόδου, υποχείρια;
Από ‘κει που ο άνθρωπος μοιραζόταν ήλιο και μια αυλή, επίσθει ότι του χρειάζεται η ιδιωτικότητα, μπήκε οικειοθελώς σαν εκκολαπτόμενο πτηνό στη θέση του σε έναν όροφο με χάρτινους τοίχους κι έναν ορίζοντα ως την απέναντι κεραία. Το «ζήσε και μη φαίνεσαι» με τα χρόνια έγινε «Να φαίνεσαι κι ας μη ζεις»
Η ιδιωτικότητα φτάνει ως το αντικριστό μπαλκόνι, γιατί πάλι μας έπεισαν ότι την ίδια στιγμή που μπορεί να τραβάς την κουρτίνα, για να μη σε δει ο γείτονας, ανοίγεις τη θύρα της ζωής σου σε παντελώς άγνωστους ανθρώπους. Βέβαια, ο ανθρώπινος κονστρουκτιβισμός αφομοιώνει αμάσητες τις ανάγκες που του επέβαλλαν, αποδίδοντας τες ως επιλογή.
Δεν αναρωτιέται γιατί τόσα χρόνια δεν του είχε γίνει πρώτη επιλογή η φύση; Γιατί το είχε για ντροπή να καθίσει σε ένα παγκάκι με τον καφέ ανά χείρας; Γιατί για πρώτη συνάντηση δεν έλεγε «πάμε για περίπατο;», Γιατί ποτέ δεν του δημιουργήθηκε η ανάγκη να ανακαλύψει την περιοχή του, την πόλη του, τα γλυπτά και έργα τέχνης που κοσμούν αυτήν; Γιατί ο άνθρωπος ξέχασε τη φύση του; Γιατί αγκαλιάζαμε τους ανθρώπους δευτερόλεπτα χωρίς να έχουμε καμία ουσιαστική ανάγκη να το κάνουμε; Γιατί όλα πρέπει να περνούν από το πρίσμα του πορτοφολιού;
Η αξία μας μεταφράστηκε σε χρήμα κι εμείς γίναμε ένας αριθμός. «Είμαι το νούμερο 8, με ξέρουν όλοι με αυτό και εγώ κρατάω μυστικό ποιο είναι το όνομα μου*». Έγινε αυτός ο στίχος το νυν και αεί και εις τους αιώνες των αιώνων, γιατί το μόνο που θα αφήσουμε στο πέρασμα μας από εδώ είναι το κλειδάκι με τον αριθμό μας. Ο μάταιος αγώνας μίας ανύπαρκτης πρωτιάς, γεμάτη κομπασμό. Που είναι η κομπορρημοσύνη σου τώρα; Στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου με το λίζινγκ;
*Στίχοι από το τραγούδι “Η Φάμπρικα” του Γ. Σκούρτη