Περάσαμε σχεδόν δύο μήνες σε κατ ‘οίκον περιορισμό. Σε αυτούς τους δύο μήνες συζητήσαμε εκτενώς εάν υπήρχε ανάγκη να υποκύψουν οι πολίτες σε τόσα πολλά περιοριστικά μέτρα κατά της προσωπικής ελευθερίας (πολλά μέτρα ήταν αδικαιολόγητα και υπερβολικά).
Συζητήσαμε την ανισότητα αυτών των μέτρων (κανένας δεν αρνήθηκε τις ταξικές τους συνέπειες), συζητήσαμε την εξαιρετικά αμφισβητήσιμη νομιμότητα όλων αυτών (στην Ελλάδα μόνο μερικοί ασχολήθηκαν με τον έλεγχο της συνταγματικής και δημοκρατικής διαδικασίας με τις οποίες η κυβέρνηση νομιμοποίησε τα περιοριστικά μέτρα).
Αυτό που δεν έχει πραγματικά συζητηθεί, ή τουλάχιστον δεν έχει μελετηθεί σε βάθος, είναι γιατί η απόλυτη αναστολή της δημοκρατίας έγινε αποδεκτή από τους περισσότερους ανθρώπους χωρίς την αναμενόμενη αμφισβητήση και ενόχληση.
Μπορώ εύκολα να καταλάβω ότι ο φόβος του θανάτου, ειδικά όταν διανέμεται τόσο επιθετικά, κάνει ανεκτή ή ακόμη και επιθυμητή την εισαγωγή περιοριστικών μέτρων κατά τον κίνδυνο μιας μετάδοσης αλλά θα περίμενα να εκφραστεί αυτή η ακραία θυσία με θυμό και απογοήτευση: “Θα κάνω την καρδιά μου πέτρα για μερικές εβδομάδες, αλλά μόνο και μόνο επειδή στην παρούσα φάση δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά“.
Όχι να ακούσουμε παπαριές του στυλ: “είναι μια ευκαιρία να χαλαρώσουμε …. παίρνουμε τις θετικές πλευρές αυτής της κατάστασης …. πέρασα καλά σε αυτές τις μέρες καραντίνας … είναι μια ευκαιρία να είμαι με την οικογένεια …”
Μια ζωή θεωρούμε εκείνους που αποδίδουν πολύ χαμηλή αξία στην προσωπική αξιοπρέπεια και στην ελευθερία, εκείνους που για να σώσουν τη ζωή τους είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν όλες τις ηθικές αξίες τους, εκείνους που δεν πιστεύουν στην ικανότητα της κοινωνίας να αναλάβει προσωπική ευθύνη και απαιτούν την παρέμβαση ενός πατριαρχικού κράτους, δειλούς, εχθρούς της δημοκρατίας, ανώριμους και ατομιστές.
Πώς άραγε αυτοί μας διδάσκουν τώρα κοινωνική υπευθυνότητα και ορθή συμπεριφορά;
Στην πραγματικότητα μένουμε σπίτι για να σώσουμε τον κώλο μας (και το βρίσκω απολύτως κατανοητό). Ωστόσο, χρησιμοποιούμε την δικαιολογία που μας παρέχει γενναιόδωρα ένας διαφημιστικός, χωρίς προηγούμενα, βομβαρδισμός για να καλύψουμε τον φόβο μας και να τον παρουσιάσουμε σαν πράξη κοινωνικής ευθύνης.
Δεχόμαστε την κοινωνική αποξένωση, ζητάμε την κοινωνική απόσταση, αντιμετωπίζουμε κάθε άτομο ως πιθανό εχθρό φορέα της ασθένειας και δηλωνόμαστε υποστηρικτές μιας ανθρώπινης κοινωνίας με βάση την αλληλεγγύη, τις ανθρώπινες αξίες και την ανθρώπινη επαφή.
Πραγματικά δεν μπορώ να πιστέψω ότι το να μας δωθούν προκατασκευασμένες δικαιολογίες μας είναι αρκετό για να παραμορφώσουμε την κοινή λογική και να μετατρέψουμε τον φόβο σε ευθύνη, τη δημοκρατία σε τυραννία, την αλληλεγγύη σε κοινωνική απομόνωση και τον ανθρωπισμό σε μια εικονική φάρσα που επαναλαμβάνεται καθημερινά στα μπαλκόνια.
Είναι θλιβερό να καταδικαζόμαστε καθημερινά από άτομα που εδώ και πολλά χρόνια εκφράζουν δημόσια το μίσος τους για ένα κοινωνικό κράτος, την εχθρότητά τους για μια κοινωνία αλληλεγγύης, την απόλυτη άρνηση να βοηθήσουν τις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις. Από άτομα που έχουν συμβάλλει στη διάλυση του περιβάλλοντος, της πρόνοιας, της παιδείας, της υγείας.
Είναι θλιβερό να διαχειρίζονται μια ολόκληρη χώρα σαν να είναι ένα απέραντο νηπιαγωγείο με την απειλή της αναστολής της δημοκρατίας κάθε φορά που θεωρούν ότι η συμπεριφορά μας δεν είναι κατάλληλη και δεν ακολουθεί τα δικά τους standard και τα δικά τους πρότυπα.
Κλείνω με το απόσπασμα ενός ποιήματος της Κατερίνας Γώγου που μου έστειλε προχθές ένας αγαναχτησμένος φίλος μου:
Είναι Μαρία – δε θέλω να λέω ψέματα –
δύσκολοι καιροί.
Και θά ‘ρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά –
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρ’ όλα αυτά Μαρία.