Πριν πολλά χρόνια, μόλις η άνοιξη έσκαγε το πρώτο της χαμόγελο, η πρώτη έννοια της γιαγιά μου ήταν να βγούμε να μαζέψουμε χαμομήλια για να έχουμε να πίνουμε τον επόμενο χειμώνα.
Αποβραδίς, γιαγιά και εγγονή κάναμε ένα μυστικό συμβούλιο με λεπτομερή σχεδιασμό: πού θα πάμε και κυρίως πώς θα πάμε, χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι οι μεγάλοι (που δεν άφηναν τη γιαγιά να βγαίνει από το σπίτι για να μην πέσει), αλλά και πώς θα κρυφτούμε από τις γειτόνισσες, που φοβόμασταν ότι θα ανακάλυπταν το σημείο που κάθε χρόνο είχε τα καλύτερα χαμόμηλα. Πρωί-πρωί η γιαγιά φορούσε την πεντακάθαρη ποδιά της μέσα από μια χοντρή ζακέτα και δρόμο παίρναμε δρόμο αφήναμε, μέχρι που φτάναμε στο κοντινότερο λοφάκι (γεννήθηκα και μένω στην Καισαριανή). Πράγματι, όπως κάθε χρόνο, το λουλουδένιο χαλί της άνοιξης μας περίμενε να το τρυγήσουμε.
-Να, έτσι θα τα πιάνεις για να μην τα πληγώσεις, μου έλεγε, κόβοντας με τα δάχτυλά της τα ανθάκια που μοσχοβολούσαν. Ύστερα τα έριχνε στην ποδιά της. Το ίδιο έκανα κι εγώ ακολουθώντας την. Σαν γέμιζε η ποδιά, τα ρίχναμε σ΄ ένα πάνινο σακούλι που κουβαλούσα στον ώμο κι αυτό συνεχιζόταν μέχρι να μαζέψουμε τόσα όσα ακριβώς μας χρειάζονταν για τη χρονιά, ποτέ παραπάνω. Την ίδια μέρα, τα απλώναμε σ΄ ένα σεντόνι στην ταράτσα, μ’ ένα τουλπάνι από πάνω για να ξεραθούν στον ήλιο κι ύστερα από καιρό τα κλείναμε σε πουγκιά και τα φυλάγαμε σ΄ ένα ντουλάπι, μαζί με τα άλλα βότανα και μαντζούνια που μαζεύαμε κατά καιρούς (ρίγανη, δυόσμο, δενδρολίβανο).
Πάνε χρόνια από τότε, η γιαγιά μαζεύει πια ανθάκια στον παράδεισο κι εγώ, που με τόση ευλάβεια άκουγα τις οδηγίες της, αγοράζω φακελάκια από το σούπερ μάρκετ.
γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου | [email protected]