Πριν από μια δεκαετία, τελείωσαν τα μπακουροχριστούγεννα για μένα. Όμως, αυτές τις γιορτάρες μέρες, πάντα μου έρχονται στο μυαλό τα συναισθήματα που είχα αυτήν την περίοδο όσο ήμουν μπακούρι και «αναγκαστικά» τα τελευταία (και πολύ cringe) μπακουροχριστούγεννα της ζωής μου.
Πάντα στις γιορτές αισθανόμουν μια μοναξιά, πόσω μάλλον όταν ο ένας γκόμενος μετά τον άλλον πάθαινε κάτι τη συγκεκριμένη περίοδο (και τα καλοκαίρια βεβαίως-βεβαίως). Αλλά τα Χριστούγεννα ήταν πάντα πιο βαρύ το κλίμα. Τα άπειρα λαμπιόνια και στολίδια μού δημιουργούσαν μία αίσθηση πέπλου που με τύλιγε και με έπνιγε και, έξω από αυτό, υπήρχε ένα παχύ σκοτάδι που με ρουφούσε. Δεν είναι ώρα να αναλύσω τους λόγους — ποιον ενδιαφέρει εξάλλου η δική μου ψυχοθεραπεία; Σε κάθε περίπτωση, ένιωθα σαν ένα δυστυχισμένο παιδί που έπρεπε να επιβιώσει σε έναν κόσμο απολύτως χαρούμενο, κάτι σαν το Truman Show. Αυτό μάλλον οι υποψήφιοι σύντροφοι το έπαιρναν γραμμή κι έτσι εξαφανίζονταν οι άνθρωποι, αλλά αυτό το θέμα θα αγγιχτεί, όταν με πάρει για γραφιά το Cosmopolitan.
Πρωτοχρονιά του 2013, λοιπόν, όπως κάθε χρόνο οργανώναμε με τη γνωστή μπακουροπαρέα από το σχολείο ένα open πρωτοχρονιάτικο πάρτι στην Κηφισιά. Το σπίτι ήταν μονοκατοικία με αυλή τεράστια — ό,τι έπρεπε για να μαζευτεί όλη η Αθήνα και κυρίως τα Β.Π. Τότε, εγώ νόμιζα πως είχα ερωτευτεί. Καλά, βλακείες, απλά ήταν μπακουροχριστούγεννα για άλλη μία φορά. Είχα φάει σοβαρή λύσσα με ένα μελαχρινό αγόρι, καθόλου ψηλό, καθόλου τυπικά ωραίο. Αλλά με γοήτευε το βάσανο στο μάτι του, όπως πάντα. Θεωρούσα, όπως όλες οι νεαρές κορασίδες, ότι εγώ μπορώ να πάρω τη θλίψη από τα μάτια του. Καλά, γελάει το σύμπαν ολόκληρο.
Τέλος πάντων, ως γνωστή ψηλομύτα που αρνιόμουν να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου και περίμενα να εκφράσει ο «πρίγκιπας» τα συναισθήματά του, είπα λιγάκι να το σπρώξω το πράγμα. Ακολουθώντας το γνωστό αμερικάνικο έθιμο που θέλει όσους στέκονται κάτω από γκι να δίνουν ένα φιλί στο στόμα, πήγα και τίγκαρα το σπίτι στο λουλουδικό. Μέχρι και στην πόρτα της τουαλέτας έβαλα. Και άρχισα να κυκλοφορώ και τη φήμη στο πάρτι ότι όποιος σταθεί κάτω από το γκι, πρέπει να φιληθεί με τον διπλανό του. Όλο το πάρτι πήρε άλλη πνοή.
Όταν όμως κατέφτασε το αντικείμενο του πόθου με τη θλίψη στα μάτια και την τρικυμία στα χείλη, οδηγήθηκε προς την αυλή και έβγαλε όλη την Πρωτοχρονιά μες στο κρύο, βουρκωμένος και συντροφιά με διάφορα καπνικά είδη. Το τι στεναχώρια πήρα που δεν σκέφτηκα να βάλω γκι και στην αυλή, δεν περιγράφεται. Κατέληξα μεθυσμένη να κοιτάω όλο το πάρτι να φιλιέται. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κατά τις 5 το πρωί, ένας τύπος με τζίβες, με πετυχαίνει κάτω από το γκι και με φιλάει. Μαντέψτε ποιος εξαφανίστηκε πάλι (ναι, ο τζιβάτος).
Τρεις μήνες μετά, η εργένικη ζωή έληξε για μένα. Όμως ακόμη κριντζάρω με την ανάμνηση όλων των μπακουροχριστουγέννων της ζωής μου.
Υ.Γ. Για την ιστορία, δεν πειράζει αν είστε μπακούρια τα Χριστούγεννα. Μπορεί οι γιορτινές βραδιές να εξελιχθούν σε πολύ kinky φάσεις. Αλλά και για όσους θέλουν να ερωτευτούν: Αν μία εποχή μπορεί να συμβεί το θαύμα, είναι αυτή που διανύουμε. Cheers, darlings.