Καλώς ήρθατε στη γενιά των 30.
Προσοχή, μην μπερδευτείτε με τη γενιά των Ελλήνων λογοτεχνών και καλλιτεχνών που γεννημένοι στις αρχές του 20ού αιώνα, βρέθηκαν τη δεκαετία του 1930 στην απαρχή ή και στο αποκορύφωμα της δημιουργικής πορείας τους (Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Εγγονόπουλος, Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Νίκος Γκάτσος). Μιλάω για τους σημερινούς 30άρηδες, εσένα κι εμένα.
Αν κάνουμε μια ανασκόπηση στα παιδικά και εφηβικά βιώματα των σημερινών 30something, θα καταλάβετε πολύ εύκολα τι θέλω να πω μέσα από αυτές τις γραμμές. Όταν οι σημερινοί 30άρηδες ήταν 10 χρονών, η Ελλάδα βρισκόταν σε ένα… γαμάτο μεταίχμιο. Μιλάμε για πολύ γαμάτο. Το 2000 δεν άλλαζε μόνο ο αιώνας για την Ελλάδα, αλλά όλη της η κοσμοθεωρία. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πλησίαζαν, το ευρώ ήρθε πολύχρωμο να μας εξελίξει, το ΠΑΣΟΚ ακόμη καλά κρατούσε, το χρηματιστήριο έγινε το νέο χόμπι των απανταχού νεόπλουτων, τα κινητά άρχισαν να βαρούν σαν δαιμονισμένα με τα πλήκτρα τους να παίρνουν φωτιά όταν γράφαμε μήνυμα κ.λπ. κ.λπ.
Ναι. Μπράβο. Χειροκροτώ, αλήθεια. Τα παιδιά που σήμερα είναι 30 και τότε ήταν 10, μεγάλωσαν μέσα στην ευημερία, στην υπερκατανάλωση, στο θαυμαστό καινούργιο κόσμο. Πώς εξελίχθηκε; Σε Truman Show. Βέβαια, από τότε τα έλεγαν κάποιο «γραφικοί» ότι μας περιμένει ένα μεγάλο πάρτυ, στο οποίο δεν θα θέλαμε να πάμε. Αλλά, πού μυαλό τότε; Εν πάση περιπτώσει, το θέμα μας είναι ότι οι σημερινοί 30άρηδες μεγαλώσαμε σε μια ωραία ροζ φούσκα στην οποία όλα ήταν καλά, προστατευμένα και όλα μπορούσαμε να τα ακουμπήσουμε και να τα χορτάσουμε απλά απλώνοντας το χέρι.
Οι 30άρηδες ανά τα χρόνια είναι αυτοί που ζουν, δημιουργούν, αναπαράγονται, προσφέρουν γιατί βρίσκονται στην ακμή τους. Όχι στο μέσο της ζωής τους, λίγο κουρασμένοι, ούτε και στην αρχή που έχουν το μυαλό τους στο ξέσκασμα και το ξεσάλωμα. Οι σημερινοί όμως 30άρηδες πώς να ζήσουν, πώς να δημιουργήσουν, πώς να φτάσουν στην ακμή τους όταν όλα είναι εναντίον τους;
Δεκαπέντε αφεντικά, είκοσι δύο δουλειές του ποδαριού, ένα μεροκαματάκι έξτρα για να βγει η ΔΕΗ, ένα κείμενο από ‘δώ, ένα κείμενο από ‘κεί και πάει λέγοντας. Η γενιά των 30 έπεσε με τα μούτρα από την απόλυτη ευημερία στην απόλυτη ξεφτίλα. Ακόμη κάποιοι ζουν με τους δικούς τους κι αυτοί που δεν ζουν, χωρίς συγκάτοικο δεν τα βγάζουν πέρα. Έτσι, επιδίδονται σε ένα άλλο χόμπι της εποχής: τη νοσταλγία. Αιώνιοι έφηβοι που προσπαθούν να συνταιριάξουν αυτά που έζησαν με αυτά που ζουν, καταλήγοντας κενοί, στερημένοι, θλιμμένοι. Ανακατεύονται στα social media, σπουδάζουν σπουδάζουν και απόκριση δεν έχουν, ενώ μια συνεχής ματαίωση ακυρώνει κάθε προσπάθειά τους να αλλάξουν αυτή τη χαβούζα που ονομάζεται Ελλάδα.
Και η ματαίωση δεν έρχεται μόνον από τις συνθήκες, την κατάσταση, την κρίση. Έρχεται και από τις παλαιότερες ή τις νεότερες γενιές. Οι παλαιότερες γενιές (βλ. 50άρηδες, με τους οποίους συναναστρεφόμαστε καθημερινά) μας θεωρούν κάπως «εξωγήινους» όταν λέμε μία προοδευτική -για εκείνους- άποψη, κρίνοντας τα πάντα από τη δική τους σκοπιά ή τη δική τους γενιά. Γιατί ο καθείς μιλάει σύμφωνα με τα βιώματά του, μην το ξεχνάμε αυτό. Η αυτοαναφορικότητα πάει σύννεφο. Η γενιά των 20άρηδων από την άλλη, έχει επιδοθεί στο άκουσμα των τραπ κατασκευασμάτων που μιλάει για ναρκωτικά, σεξ και φράγκα (πώς αλλιώς, αυτά τους λείπουν) και θεωρεί οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτά, γραφικότητες των 30άρηδων που δεν τα κατάφεραν όταν έπρεπε.
Τα ίδια τα κόμματα δε, μας έχουν στην απέξω. Όλοι μιλούν για τις οικογένειες, τους εφήβους, τους νέους, τα παιδιά, τους υπερήλικες. Καθίστε, παιδιά! Εμάς μας βλέπετε; Εμάς που δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να παντρευτούμε; Σε ποια κοινωνική μάζα ανήκουμε; Τι πρέπει να κάνουμε για να μας δώσετε σημασία;
Και αφού όλα αυτά τα καταλαβαίνουμε, εμείς τι κάνουμε; Περιμένει άραγε κανείς να κάνουμε κάτι για τους εαυτούς μας ή το κοινωνικό σύνολο ή μας έχουν ξεχάσει τελείως; Γυρνώντας εκεί απ’όπου ξεκίνησα, θα πω το εξής: οι καλλιτέχνες της γενιάς του ‘30 «συγχρονίστηκαν με τις νέες φόρμες που παρουσιάζονταν στην δυτική Ευρώπη, ο υπερρεαλισμός με τον ελεύθερο στίχο του στην ποίηση, το μυθιστόρημα στην πεζογραφία. Ο Λίνος Πολίτης θεωρεί ότι οι λογοτέχνες που παρουσιάστηκαν γύρω από την χρονολογία αυτή, ανανέωσαν δημιουργικά όχι μόνο την ποίηση αλλά και την πεζογραφία, “η οποία στα χρόνια 1920-1930 φυτοζωούσε σε μια καθυστερημένη επιβίωση της ηθογραφίας περιγράφοντας τη ζωή της μίζερης φτωχογειτονιάς”. Το οριστικό θάψιμο της Μεγάλης Ιδέας με την Μικρασιατική καταστροφή, τους ανάγκασε να επαναπροσδιορίσουν την ελληνικότητα».
Εμείς, ακόμη κι αν δεν είμαστε καλλιτέχνες, από πού να ξεκινήσουμε τον επαναπροσδιορισμό και να ανακινήσουμε τα κακώς κείμενα; Πραγματικά, τι να πρωτοπιάσουμε; Και κυρίως, πού να βρούμε το χρόνο ανάμεσα στα δεκαπέντε αφεντικά και τα είκοσι δύο μεροκαματάκια, των οποίων οι αμοιβές φτάνουν ίσα για να πληρώνουμε τη βενζίνη να πάμε στη δουλίτσα μας;