Το έργο του Μήτσου Ευθυμιάδη με τίτλο “Ο Φονιάς” σκηνοθετεί στο Θέατρο Βικτώρια ο Γιάννης Διαμαντόπουλος.
Το κείμενο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Θεατρική Σκηνή του Αντώνη Αντωνίου τις θεατρικές περιόδους 1981-1983. Βρισκόμαστε κάπου στη δεκαετία του 70, σε μια εποχή που η χώρα αναζητά την ταυτότητά της και προσπαθεί να κλείσει τις πληγές και να γεφυρώσει τις ανισότητές της. Σε ένα μικροαστικό σαλόνι ένα τραπέζι είναι στρωμένο και περιμένει τους τέσσερις συνδαιτημόνες του δείπνου. Ο Σάββας έχει βγει από τη φυλακή όπου έμεινε καταδικασμένος για φόνο κι επιστρέφει στο σπίτι της μητέρας του, ψάχνοντας μια κάποια εξιλέωση, αλλά και να πάρει απαντήσεις για τα αναπάντητα ερωτήματα που έχει κρυμμένα στο βάθος του μυαλού του κι έχουν βασανίσει για πολλά χρόνια την ψυχή του. Ο Ταρζάν είναι ένας περιθωριακός τύπος της φυλακής, ο οποίος έχει συνηθίσει το ξύλο και την κακομεταχείριση που έχουν ποτίσει τη ύπαρξή του, ένας απόκληρος και παρίας της κοινωνίας που έχει μάθει σε αδιέξοδα και πως να επιβιώνει όπως μπορεί μέσα από αυτά. Η Μαρία, η αδερφή του Σάββα, έμεινε πίσω μετά τη φυλάκιση του αδερφού της φροντίζοντας τη μητέρα τους και προσπάθησε να ορθοποδήσει και να φτιάξει κάπως τη ζωή της έχοντας παντρευτεί το Γιάννη. Ο τελευταίος είναι ο τέταρτος της παρέας, ο οποίος επιχειρεί να παραμείνει όσο πιο αποστασιοποιημένος μπορεί από τις εντάσεις των υπολοίπων, καταφεύγει στο συμβιβαστικό λόγο για να κατευνάσει τα πνεύματα, αλλά παραμένει κλεισμένος μέσα στο μικροαστικό καβούκι της προσωπικής του ασφάλειας. Ο καθένας τους κρύβει τα δικά του ένοχα μυστικά, διακατέχεται από τους προσωπικούς του κανόνες ηθικής και κοινωνικής ορθότητας, ενώ τα βιώματά τους στοιχειώνουν το παρελθόν και κρατούν ανοιχτούς τους λογαριασμούς με το παρόν και το μέλλον. Πίσω από το ορατό, το προφανές, υπάρχουν όλα εκείνα που φυλακίζουν το νου και την ψυχή και ψάχνουν τη μικρή εκείνη χαραμάδα απ’ όπου θα διαφύγουν και θα γίνουν λόγια και συναισθήματα. Ο αγώνας δεν είναι μόνο ταξικός, αλλά και ηθικός και πνευματικός και δείχνει να εμπνέεται από το δίπολο φως-σκοτάδι.
Ο Γιάννης Διαμαντόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση διατηρώντας ατόφιο τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του κειμένου και χτίζοντας μεθοδικά το ψυχολογικό πορτραίτο του κάθε ήρωα. Η οπτική του ρεαλιστική, στα όρια της ωμότητας, χωρίς καμία διάθεση εξωραϊσμού ή καλλωπισμού, με γλώσσα λαϊκή, επιθετική και ίσως βίαιη. Η αναπόφευκτη στατικότητα των εικόνων (καθώς ολόκληρο το έργο διαδραματίζεται στο σαλόνι του Γιάννη και της Μαρίας) βρίσκει το αντίδοτό της στην οξύτητα, την αιχμηρότητα, αλλά και την ουσία του λόγου. Δε βιάζεται να ξετυλίξει το κουβάρι των γεγονότων, αλλά μαζί με αυτό χαράζει τις βασικές πινελιές της ιδιοσυγκρασίας και της ψυχολογίας του κάθε χαρακτήρα. Τα τραύματα είναι πολλά και κάποια από αυτά καλά κρυμμένα, οι ισορροπίες μοιάζουν εύθραυστες και τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν ένα ένα στη θέση τους. Το γυαλί αργεί να σπάσει, αλλά όταν αυτό γίνει κανείς δεν μένει αλώβητος. Παρόλο που η σκηνοθετική προσέγγιση το κάνει εμφανές από την αρχή αυτό το επικείμενο σπάσιμο, καταφέρνει να κρατήσει ζωντανή την αγωνία και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέχρι να συμβεί, βουτώντας στο βαθύτερο ψυχισμό των χαρακτήρων. Οι αποκαλύψεις γίνονται ένα γαϊτανάκι που σαρώνει τους πάντες και όταν πέσουν οι μάσκες ο καθένας καταδιώκεται από τις προσωπικές του Ερινύες. Οι μικρές αρρυθμίες στο ξεδίπλωμα του μίτου των αναμνήσεων και οι ενίοτε μεγάλες αποστάσεις των ηθοποιών στο σκηνικό τους στήσιμο δεν επηρεάζουν τη συνολική αισθητική του εγχειρήματος που απέδωσε με ακρίβεια και σαφήνεια το πολιτικοκοινωνικό μήνυμα του έργου του Ευθυμιάδη.
Ο Γιώργος Χριστοδούλου στο ρόλο του Σάββα πλάθει έναν δύσθυμο, βαρύ και σκοτεινό χαρακτήρα που στην αρχή είναι δύσκολο να αποκωδικοποιήσεις τις προθέσεις του. Δυναμικός, απειλητικός, βίαιος στο λόγο και την κίνησή του, αλλά με πινελιές μιας απροσδόκητης ευαισθησίας όταν αναφέρεται στη μάνα του και τις μνήμες της. Ένας δισυπόστατος αντιήρωας, ένα λαβωμένο θηρίο, που παλεύει να καταλάβει για να μπορέσει να απαντήσει τα γιατί που τον στοιχειώνουν και να συνεχίσει να ζει. Ο Τζώνη Θεοδωρίδης είναι ο Ταρζάν, ένας μόνιμος θαμώνας του περιθωρίου, στο οποίο και έχει μάθει να επιβιώνει. Νευρικός, αεικίνητος, με ένα βλέμμα που σαρώνει και αποτιμά συνεχώς ανθρώπους και πράγματα, συνδυάζει το θάρρος με το θράσος, αποφεύγει τις ευκολίες του ρόλου ή την καρικατούρα και δίνει μια μεστή και απόλυτα ισορροπημένη ερμηνεία. Η Λουκία Παπαδάκη υποδύεται τη Μαρία, την αδερφή του Σάββα, η οποία δείχνει να κατατρύχεται από εσωτερικές φοβίες και γι’ αυτό καταφεύγει σε υψωμένη φωνή και συναισθηματικές εντάσεις, προσπαθώντας να δείχνει δυνατή. Καταφέρνει να αποτυπώσει επιτυχημένα την ψυχολογική φυλακή μέσα στην οποία ζούσε κατά τη φυλάκιση του αδερφού της. Ο Αντώνης Αλεξίου ως Γιάννης, σύζυγος της Μαρίας, είναι ένα ακίνδυνο ανθρωπάκι που αγωνίζεται να παραμείνει στην ασφάλεια του κόσμου-κλουβιού που έχει δημιουργήσει ώστε να μην τον σαρώσει η συναισθηματική λαίλαπα των συνδαιτημόνων του στο τραπέζι.
Ο σκηνικός χώρος της Δέσποινας Βολίδη αποτυπώνει με λιτότητα και ακρίβεια ένα αστικό σαλόνι με πολλές μικρές λεπτομέρειές του να παραπέμπουν σε ενοχικούς συμβολισμούς που γίνονται κατανοητοί στη ροή της παράστασης. Τα κοστούμια της ίδιας, προσεγμένα στη λεπτομέρεια και διαφορετικά για κάθε ήρωα, αποτελούν καθρέφτη του βαθύτερου ψυχισμού τους. Η μουσική του Διονύση Τσακνή συνοδεύει έξυπνα και υπογραμμίζει την κλιμακούμενη ένταση μεταξύ των χαρακτήρων και την κορύφωσή της, ενώ τα φώτα του Σπύρου Κάρδαρη δημιουργούν σκιές που άλλοτε ακολουθούν τους ήρωες και άλλοτε στέκονται απέναντί τους. Το καλαίσθητο πρόγραμμα (που περιέχει το κείμενο) αποτελεί μια καλοδεχούμενη όαση στην ένδεια των ημερών στο συγκεκριμένο τομέα, ενώ το χαμόγελο της Ράνιας Μαργαρώνη στην υποδοχή αποτελεί το καλύτερο καλωσόρισμα στο χώρο.
Συμπερασματικά, στο Θέατρο Βικτώρια, παρακολούθησα μια παράσταση ενός νεοελληνικού έργου, που παρά την ηλικία του δεν έχει χάσει το λόγο ύπαρξής του, ενώ τα νοήματά του παραμένουν επίκαιρα μέχρι τις μέρες μας. Η σκηνοθεσία βάδισε σε απόλυτα ρεαλιστικά μονοπάτια, προσπαθώντας να αναδείξει τις λεπτές και εύθραυστες ισορροπίες του ψυχισμού του κάθε ήρωα και της ανάγκης του να αποτινάξει το παρελθόν του για να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον. Οι πολύ καλές και λεπτοδουλεμένες ερμηνείες σε συνδυασμό με τις ελάχιστες αρρυθμίες της παράστασης, την κάνουν μία πολύ αξιόλογη πρόταση στα θεατρικά δρώμενα της Αθήνας.