«Χάνει την ομορφιά του το σμαράγδι, αν δεν το παινέψεις;»
Μάρκος Αυρήλιος (26.4.121-17.3.180)
«Μα δεν φοβάται, δεν φοβάται!», ουρλιάζει στον διπλανό βράχο η ευτραφής ροζ Ολλανδέζα που λίγο νωρίτερα μας είχε ζητήσει μερικά tips –πού να φάει καλά στο νησί– και της προτείναμε ανεπιφύλακτα το καφενείο του Πρέκα στα Κατάπολα, επειδή ταΐζει τίμια εδώ και δεκαετίες τη νοσταλγία μας κι επιπλέον δεν είναι μοντέρνα ταβέρνα –μπουχτίσαμε πια!– και πράγματι ολονών τα κεφάλια στράφηκαν στην κορυφή του υψηλότερου βράχου της Αγίας Άννας, παραδίπλα στο πέταλο, δύσκολο να σκαρφαλώσεις, ακόμη πιο επικίνδυνο να πηδήσεις, αλλά ένας μούσιας με κοντά κατσαρά μαλλιά, όχι πανέμορφος αλλά με στιβαρή παρουσία, κάπως εσωτερικά κατά παράξενο τρόπο, όπως ένας αητός ουρανοδρομεί αυτοκρατορικά αδιαφορώντας για τα επίγεια και ταυτόχρονα το μάτι του σκανάρει τα σκουλήκια, ένας μούσιας, λοιπόν, που οι Ιταλοί φίλοι του τού φώναζαν σε άψογα ελληνικά «Πήδα, Μάρκο, πήδα!», ισορρόπησε για μερικά δευτερόλεπτα γυμνός κάτω από τον ανελέητο ήλιο με τα χέρια τεντωμένα στο πλάι σαν εσταυρωμένος κι ύστερα βούτηξε στο κενό.
«Εσένα, τώρα, ποιος είναι ο προορισμός σου;».*
«Ακόμη κι αν πρόκειται να ζήσεις τρεις χιλιάδες χρόνια ή και τριάντα χιλιάδες, να θυμάσαι πως κανείς δεν χάνει άλλη ζωή από αυτήν που ζει, ούτε ζει άλλη ζωή από αυτήν την οποία χάνει. Έτσι, η μεγαλύτερη μακροβιότητα κι η πιο σύντομη ζωή καταλήγουν να είναι το ίδιο πράγμα […]».
«[…] να ’χεις στο νου σου πως ο καθένας μας ζει μονάχα τούτο εδώ το παρόν, το στιγμιαίο. Όλα τ’ άλλα, είτε τα έχει ζήσει είτε του είναι αφανέρωτα».
«Ο κόσμος κοιτά πώς να καταφύγει σε εξοχικά σπίτια και στις παραλίες και στα βουνά. […] Κι όμως αυτό δείχνει αφέλεια, αφού μπορείς ό,τι ώρα θες να καταφύγεις στον εαυτό σου».
«Πάει να σε παρασύρει η επιθυμία για λίγη δόξα; Παρατήρησε με πόση ταχύτητα ξεχνιούνται τα πάντα,παρατήρησε το χάος της άπειρης αιωνιότητας, πριν και μετά από σένα».
«Το καθετί –το άλογο, το αμπέλι– έχει γίνει με κάποιο σκοπό. Γιατί σε εντυπωσιάζει αυτό; Ακόμη κι ο Ήλιος θα σου πει: Έχω γίνει για να επιτελώ κάποιο έργο. […] Εσένα, τώρα, ποιος είναι ο προορισμός σου;»
* Επιλογή αποσπασμάτων από την έκδοση Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, (Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια: Γιάννης Αβραμίδης),
εκδ. Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2009
Φιλόσοφος-βασιλιάς, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (Marcus Aelius Aurelius Verus Antoninous) κυβέρνησε υποδειγματικά επί δεκαεννιά χρόνια το ισχυρότερο κράτος του κόσμου, μία αχανή αυτοκρατορία που περιλάμβανε σχεδόν όλη την Ευρώπη και όλη τη βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Παρόλο που είχαν προηγηθεί τα καμώματα δύο τουλάχιστον ψυχοπαθών αυτοκρατόρων (Καλιγούλας, Νέρων) κι ενός στυγνού τυράννου (Δομιτιανός), κατά τα άλλα ο 2ος αιώνας μ.Χ. που του έλαχε ήταν σε γενικές γραμμές περίοδος ειρήνης και ευημερίας, με αληθινή πολιτιστική έκρηξη στα γράμματα και τις τέχνες, κι αν εξαιρέσουμε τους πονοκεφάλους που του δημιουργούσαν τα πρώτα χρόνια οι ασωτίες του συναυτοκράτορά του, Λεύκιου Βέρου, και κυρίως η ξαδέρφη του που παντρεύτηκε, η ακόλαστη Φαυστίνα, κατά τα άλλα κυβέρνησε σχετικά ανέφελα και άψογα μέχρι τον θάνατό του στα πενήντα εννιά του χρόνια, στη Βιντομπόνα (τη σημερινή Βιέννη) στη διάρκεια της εκστρατείας ενάντια στους πρώτους Γερμανούς εισβολείς, όπου για παρηγοριά κατέγραφε, σε ένα αντίσκηνο δίπλα στον Δούναβη, τους αφορισμούς του στα ελληνικά (ο Αλέξανδρος ο Κοτυεύς του είχε διδάξει τη γλώσσα και ο Ηρώδης ο Αττικός την ελληνική ρητορική, ενώ είχε μυηθεί και στα Ελευσίνια Μυστήρια σε ένα σύντομο ταξίδι του στην Αθήνα).
Μάλιστα, κατέγραφε τους συλλογισμούς του όπως του έρχονταν στο μυαλό, χωρίς συγκεκριμένη σειρά, αλλά και χωρίς να σκοπεύει να τους δημοσιεύσει κι όμως, δεκαοκτώ αιώνες αργότερα, το πνευματικό του ημερολόγιο αποτελεί το ευαγγέλιο της στωικής φιλοσοφίας.
Ακροστιχίδα Γκανιάν #12-Αυρήλιος
Γκαστρωμένη
Κινδύνους
Ανέμελη
Νεότητα
Ιδεώδη
Αναμασάς
Νευρικά