“Να ανοίγεις το παράθυρο προσεκτικά, η δηθενιά και η κορεκτίλα σκοτώνουν. Αν μπεις στο κόλπο τους σ’ ένα χρόνο από σήμερα, θα αισθάνεσαι μη αισθανόμενος. Κρατήσου γερά. Τώρα θα μου πεις “από πού ρε φίλε να κρατηθώ;;” Από σένα ρε φίλε κρατήσου. Κάνε την καρδιά μάστορα μαρμαρογλύπτη και ξαναφτιάξου απ’την αρχή… Τέτοια σκέφτομαι σε μισάνοιχτο παράθυρο, που το μπουγάζι είναι κι αυτό δήθεν…
Δεν ξέρω για σας, αλλά του λόγου μου έχω σκάσει.
Μέχρι κι ο ουρανός με σιχάθηκε και στέλνει σινιάλο, μη τυχόν και σα μπαλόνι σκάσω και “τότενες” (μιλά την αρκαδική ο ουρανός) συμβεί το φαινόμενο της πεταλούδας.
…Και μετά γελάει με γέλια αφύσικα και στέλνει κυκλώνες ρίχνοντας ζαριές, όπου του κάτσει…
Κέντρο άκεντρο, επειδή βαρέθηκα να γελάμε ως ανοϊκοί για το κέντρο στα πέριξ της Ομόνοιας και εκείθεν. Οδοιπορικό νυχτερινό με θύελλα, χιόνι, κι ας είμαστε στον Οκτώβρη.
Στο κατόπι ο Αη Δημήτρης με τ’ άλογο – αυτό που μόνο τα παιδιά βλέπουν – και στο βάθος -αντίλαλος- και κλαπαταγή: “Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν”. Θόλωσαν τα μάτια μου και με φλασιά κατέβασαν τον διακόπτη.
ΚΕΝΤΡΟ σε αναζήτηση του δικού μας κέντρου.
Και ο πληθυντικός στο κτητικό δεν ξέρω εάν στέκει. Φοράς πληθυντικό στη συλλογική ύπαρξη και ο αριθμός σπάζει λες και σκοντάφτει σε κεραυνό.
Κέντρο πόλης, σημείο ορίζοντα άγνωστου σε αναζήτηση βαθιών χαραγμένων αποτυπωμάτων. Η θύελλα σηκώνει χνούδια φυτρωμένα ανάμεσα από τις τσιμεντένιες των πεζοδρομίων πλάκες. Τα τρίμματα ανακατεμένα με το χιόνι τρυπούν περόνες αιχμηρές τις οφθαλμικές κόχες, οι λάμπες με φως ιωδίου νέον φωτίζουν τη σκιά του Έφιππου Αη Δημήτρη. Οι οπλές του Κόκκινου Ίππου σπάζουν σαν παγοθραυστικό το στέρεο στους δρόμους χιόνι. Παραστάτες τ’ Αγίου τα παιδιά της πόλης. Μόνο αυτά είχαν τα κλειδιά των περασμάτων. Αυτού που είναι «κρηπίς ακατάβλητος και θεμέλιος άρρηκτος, των Θεσσαλονικέων προϊστάμενος, αλλά και ο μέγας υπέρμαχος της οικουμένης». Στο βάθος ο αντίλαλος πλήθους παρελαύνοντος με επικεφαλής τον στρατιώτη Ξενοφώντα.
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΞΕΝΟΦΩΝ
Ο Ξενοφών -γόνος οικογένειας αριστοκρατικής, εις την περιοχή Ανθεστηρίων -διατηρούσε οικογενειακή αγροικία. Η οικονομική του δυνατότητα του επέτρεπε να διατηρεί Ίππο. Το άλογο είχε κόκκινη χαίτη κι ανέμιζε στους κακοτράχαλους δρόμους της Αθήνας με ιππέα τον Ξενοφώντα γιατρό. Οι δερμάτινες θήκες στην ράχη του ίππου παραγεμισμένες με όργανα ιατρικά και φάρμακα για ασθενείς καλά προσδεμένες και προσεκτικά με θάλπος τοποθετημένες, με τρόπο που να μην κτυπούν τους ευαίσθητους ραχιαίους μυς. Και καθώς ο καλός ίππος είναι υγιής, χάρη στου «δεσπότου τον οφθαλμό», ο κοκκινοτρίχης υπήρξε – λόγω Ξενοφώντα – ευτυχής. Ο γιατρός στις επισκέψεις ασθενών που όλα έβαιναν καλώς, πριν τον αποχαιρετισμό κοντοστεκόταν και έλεγε κάνα αστείο από τον καθημερινό βίο του ίππου. Η ήρεμη και δημιουργική ζωή του Ξενοφώντα διακόπηκε το 1940 με την επέλαση των Ιταλικού Στρατού στα βόρεια σύνορά μας.
Ο ίδιος είχε απαλλαγή από την υποχρεωτική στράτευση λόγω προχωρημένης ηλικίας, αλλά αυτό δεν το λογάριασε. Παρουσιάστηκε στο γραφείο επιστράτευσης ως εθελοντής γιατρός. Δήλωσε και το άλογο. Με προσωπικό κόπο μετέφερε τον Ίππο στα βουνά της Ηπείρου. Φορτωμένα στη ράχη τα προσωπικά ιατρικά εργαλεία. Ο γιατρός Ξενοφώντας δεν μπορούσε να δει ούτε ως εφιάλτη την πατρίδα του σκλαβωμένη. Προσέφερε τις υπηρεσίες του -παρ’ ότι ασθένησε βαριά λόγω ψύχους. Ασθενής και με γάζες στο πρόσωπο χειρουργούσε και θεράπευε μέχρι την τελευταία του στιγμή. Μετά από μια κοπιώδη και δραματική χειρουργική επέμβαση σε τραύμα θώρακος ενός ταλαιπωρημένου στρατιώτη, σωριάστηκε λίγο έξω από την σκηνή του νοσοκομειακού καταυλισμού και άφησε την τελευταία του πνοή, πάνω στο χιόνι.
Η σωρός του, ζεστά τυλιγμένη με την γαλανόλευκη, απαλά δεμένη με τρόπο που να αγκαλιάζει με φροντίδα τη ράχη του γιατρού, φορτώθηκε στην ράχη του κόκκινου αλόγου του, για την Αθήνα όπου θα ήταν η τελευταία κατοικία.
Το άλογο έκλαιγε όλες τις μέρες. Θρηνούσε και τα δάκρυα πάγωναν και με βηματισμό σεβάσμιο και γαλήνιο περνούσε μέσα από χωριά και κωμοπόλεις και παιδιά που έβλεπαν την θωριά του ίππου, πίσω ακόμη και από τους λόφους, κρυμμένα μέσα σε κώχες πέτρινων οικισμών, υποδέχονταν την Σωρό, αναγγέλλοντας πως περνά ο Αη-Δημήτρης. Αναμμένα μελισσοκέρια συντρόφευαν. Ακόλουθοι τιμητικού αγήματος τα πετούμενα.
Ο ίππος μετά την νεκρώσιμη ακολουθία άφησε την στερνή του πνοή μετά τρεις ημέρες.
Στο κέντρο, μια μέρα σα κι αυτή με την παρέλαση σε κρατητήριο δεμένη
Με θύελλα και μάτια ρωγμές, ένας άνθρωπος από αποικία, είπε: “Μασούντ ο Ινδός”
ΜΑΣΟΥΝΤ o ΙΝΔΟΣ
Τους Ινδούς τους λέμε “οι Ξένοι”. Όλες τις άλλες διακριτικές ονομασίες που αναφέρονται σε φυλές που έχουν εγκατασταθεί δεν τους ταιριάζουν.Οι Ινδοί είναι πάντα οι Ξένοι. Ο Μασούντ -ο ξένος- εργάστηκε στα ανθοκομεία και πριν μερικά χρόνια, επέστρεψε στην Κεράλα -την πατρίδα του. Σ’ ένα υπόστεγο του κέντρου της Αθήνας, περιμένοντας την συγκοινωνία, ένα πρωινό με ξαφνική καταιγίδα, είχαμε όλοι γίνει βροχή, περνούσε το νερό μέσα από ρούχα και κάλτσες, ο Μασούντ (όπως μου συστήθηκε) με γέλιο πλατύ -τη στιγμή που η φορά της βροχής έριχνε στα κεφάλια μας ποτάμια-μου λέει: “Με τέτοιες βροχές γυρνάω στο Κότσι στην Κεράλα, στο μυαλό μου τρέχει ο Μουσώνας .
Άλλοτε από τα βουνά και άλλοτε στριφογυρίζει κατά τη θάλασσα… Στην ορμή του, δε μπορείς να ανασάνεις. Τότε ανοίγεις το στόμα και φοράς βροχή κι αέρα στα σπλάχνα… Φεύγεις από το κάρφωμα στην πλάτη της γης και γίνεσαι κάτι ανάμεσα σε φως βουνό και θάλασσα. Σ’ ένα μήνα επιστρέφω”. Ψέλλισα, “με το καλό, καλή σου Πατρίδα ξανά”. Κι ο Μασούντ, αποστρέφοντας το πρόσωπό του, στα γρήγορα, λίγο πριν φτάσει στη στάση το λεωφορείο “…στην αρχή, στις αποικίες, είσαι σκλάβος, μετά όταν ξεσκλαβώνεσαι, γίνεσαι κουτός και στο τέλος, γελωτοποιός και αυτό δεν θέλω να το ξαναζήσω… εδώ που ‘φαγα ζεστό ψωμί”.
Ο Μασούντ έχει επιστρέψει στην δική του πατρίδα, με αντίθετη πορεία επιστροφής από την αποικιοκρατία, αρνούμενος την γελοιοποίηση και το εξωτικό- με αρώματα, αξεσουάρ. Κι εγώ, βρίσκομαι στο κατώφλι των Μουσώνων, του Γρέγου, του Βοριά σ ανάγλυφο μετέωρο, με το φόβο γλυκά και απαλά να γίνουμε όλοι παλιάτσοι.
Με τον Άγιο, με τους ήχους της παρέλασης μετέωροι πάλι
ΟΧΙ και ξανά ΟΧΙ.