ΞΕΣΦΑΛΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ*
Άνοιξη. Μας καλεί να δούμε (ξανά) τα πράγματα αλλιώς. Μας αναγκάζει –και πώς μπορούμε να της φέρουμε αντίρρηση;– σε μία πιο αισιόδοξη οπτική. Με πρωτοστάτισσα τη φύση, όλα απεκδύονται τη βαρυχειμωνιά, αναπνέουν, ανασταίνονται, κινητοποιούνται, ορθώνονται. Ακολουθούν τα παιδιά· τα παιδιά που πάντα βλέπουν καλύτερα, που ξέρουν ότι με το παιχνίδι στον ήλιο κερδίζεται ο κόσμος και όχι με πόλεμο.
Και ακολουθούμε εμείς· οι μεγάλοι, οι τάχα μου σοβαροί και ώριμοι. Εμείς που τελικά δυσκολευόμαστε περισσότερο από κάθε άλλον να ανοίξουμε τα μάτια μας. Να αποφύγουμε το δογματισμό και να αγκαλιάσουμε την ανεκτικότητα. Να ξεκολλήσουμε από όσα ο αυχένας μας και ο χειμώνας μας μάθανε για σωστά.
Αρνούμαστε να ανοίξουμε το παράθυρο μη μπει καμία μύγα και κάτσει πάνω στις βρωμιές που έχουμε κι εμείς οι ίδιοι συνηθίσει να γυροφέρνουμε τόσα χρόνια. Δεν τολμάμε να αντικρίσουμε τον ήλιο γιατί φοβόμαστε μήπως μας τυφλώσει ή μας κάψει. Την ξαστεριά την αναλύουμε με όρους ναυτικούς ενώ ποτέ δε θα μπορούσαμε ούτε σε βάρκα φουσκωτή να μπούμε για να κινήσουμε για ταξίδια μεγάλα. Να έρθουμε σε επαφή με την πραγματικότητα, γιατί αν τη δούμε θα πρέπει και να την αλλάξουμε και είναι βαρύς ο ρόλος αυτός. Αυτό που η φύση δηλαδή κάνει από εποχή σε εποχή, αλλάζει, εμείς το τρέμουμε, το απευχόμαστε.
Μικρόκοσμοι, σφιγμένα χέρια, σύνδρομα, ηττοπάθεια, γυάλες και ψάρια ιχθυοτροφείου. Κλείνουμε τα μάτια στο ξάφνιασμα, στο ξαγνάντεμα, το ξεπέζεμα, το ξεμύτισμα και το μπλε το ξαγναντό – που λέει και ο ποιητής. Στο «ξι» λοιπόν αφιερωμένο αυτό το κείμενο και «ξεσφάλισε τα μάτια σου» όσο είν’ ακόμα καιρός…
και Άνοιξη!
*στιχάκι που τραγουδιέται από παιδιά στο ανοιξιάτικο έθιμο του Ζαφείρη (Ήπειρος).
Το έθιμο παίζανε κορίτσια και αγόρια κάθε τρεις μέρες όλο το μήνα Μάη ή όλες τις Κυριακές. Ένα κορίτσι παρίστανε τον Ζαφείρη, τον έντυναν και τον στολίζανε με πανιά χλόη και φύλλα. Τον μοιρολογούσαν και έπειτα τον ανάσταιναν με τραγούδια. Γέλια και τραγούδια διαδέχονταν τους θρήνους. Έπειτα όλα τα παιδιά μαζί φώναζαν: Σήκου, Ζαφείρη, σήκου! Και ο Ζαφείρης πετιόταν απότομα από το στολισμένο νεκροκρέβατό του και κυνηγούσε με φωνές και γέλια τα υπόλοιπα παιδιά που τρέχαν μακριά. Όποιον έπιανε ο Ζαφείρης, θα γινόταν με τη σειρά του ο νεκρός Ζαφείρης.