Ο Έλληνας (ή η Ελληνίδα) βρικόλακας, δεν είναι το κλασικό βαμπίρ που πίνει αίμα. Πιο πολύ είναι ένας βασανισμένος νεκροζώντανος που επιστρέφει από τον τάφο για να ταλαιπωρήσει, να τρομοκρατήσει και να γυρέψει εκδίκηση.
Ο βρικόλακας αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή πλάσματος του Αλλόκοσμου. Είναι ένα από τα πλάσματα της νύχτας -με την έννοια του θανάτου και του κόσμου των νεκρών. Μολονότι η πίστη στην ύπαρξή του διαδόθηκε κυρίως από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη μετά τον 16ο αιώνα, οι ιστορίες για νεκρούς που επιστρέφουν από τον τάφο για να εκδικηθούν ή να βασανίσουν τους θνητούς είναι γνωστές από την αρχαιότητα.
Οι νεκρικές τελετουργίες και έθιμα των αρχαίων λαών είχαν σκοπό όχι μόνο να βοηθήσουν τον νεκρό στο ταξίδι του στην άλλη ζωή, αλλά και να τον εμποδίσουν να γυρίσει πίσω. Η σημερινή εικόνα του βρικόλακα που υπάρχει στο νου του ευρέως κοινού, έχει προέλθει από την βασικά σλαβική παράδοση η οποία τροποποιήθηκε από το θρυλικό μυθιστόρημα «Δράκουλας» του Μπραμ Στόκερ. Η πληθώρα των σχετικών μυθιστορημάτων, διηγημάτων και κινηματογραφικών ταινιών διάπλασε την παραδοσιακή εικόνα του βρικόλακα.
Ο νεοελληνικός βρικόλακας είναι βασικά ένας νεκροζώντανος. Τα βαμπίρ είναι ιδιαίτερα όντα που μοναδικό σκοπό έχουν να πίνουν αίμα ως τροφή και ως δύναμη ζωής. Στις νεοελληνικές παραδόσεις οι βρικόλακες εμφανίζονται να εκτελούν και βιοποριστικές εργασίες, να τρώνε φαγητά, να κάνουν ζημιές και μερικές φορές είναι εντελώς άκακοι. Βρικολακιάζουν σε προαύλιο εκκλησίας και μέσα στην εκκλησία. Επίσης δεν πολλαπλασιάζονται (σε αντίθεση με τα βαμπίρ που πολλαπλασιάζονται πίνοντας αίμα).
Το γιατί οι νεκροί βρικολάκιαζαν οφείλεται σε ένα σύνολο αιτιών με βασικά χαρακτηριστικά το «πέρασμα των ορίων». Κοντολογίς, οι ιερόσυλοι, οι αφορισμένοι, οι άδικοι κλπ, συνήθως βρικολακιάζουν, αφού οι ψυχές τους δεν βρίσκουν ησυχία. Σαν καλοί κάτοικοι του Αλλόκοσμου, οι βρικόλακες εμφανίζονται τα μεσάνυχτα -αν και οι περιπτώσεις εμφάνισης το καταμεσήμερο δεν είναι ανύπαρκτες. Επιστρέφουν στον τάφο τους πριν λαλήσει ο κόκορας αφού το άγγιγμα των ακτίνων του ηλίου είναι καταστρεπτικό.
Είναι γεγονός ότι στην υπόθεση των βρικολάκων-βαμπίρ, φαινόμενα όπως η νεκροφάνεια έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε συνδυασμό με τις δεισιδαιμονίες και πεποιθήσεις της εποχής. Πριν από διακόσια χρόνια οι πρόωρες ταφές ανθρώπων που δεν είχαν πεθάνει ήταν πολύ συχνότερο φαινόμενο απ’ ό,τι σήμερα.
Η ιατρική διάγνωση ήταν πρωτόγονη με αποτέλεσμα πολλές φορές ο άνθρωπος να θάβεται κυριολεκτικά ζωντανός. Ο «νεκρός» φυσικά, δεν ζούσε και για πολύ μετά την ταφή, αλλά αν συνερχόταν θαμμένος στο φέρετρο, θα προσπαθούσε να βγει έξω και προτού πεθάνει από σοκ και ασφυξία θα έσπαζε τα νύχια του στο καπάκι του φερέτρου. Έτσι στην εκταφή το πτώμα θα βρισκόταν σε περίεργη στάση, γεμάτο αίματα και με το πρόσωπο κοκαλωμένο σε ένα σπασμό ύστατου τρόμου. Το διήγημα του Εντγκαρ Αλαν Πόε «Πρόωρη Ταφή», βασίζεται ακριβώς σε αυτό το φρικαλέο ενδεχόμενο.
- Το κλασικό αποτρεπτικό μέσο κατά των βρικολάκων είναι το κάρφωμα στην καρδιά ή στο συκώτι που θεωρείται η έδρα της ζωής, του θυμού και των ανθρώπινων ορμών. Το κάρφωμα πρέπει να γίνεται με μεταλλική ράβδο. Αντιβρικολακικά μέσα είναι επίσης η φωτιά, το καυτό νερό ή λάδι, ο σταυρός, η πεντάλφα, οι δυνατές οσμές.
- Οι υδάτινοι όγκοι που απομόνωναν τα νησιά θεωρούνταν ιδεώδης τρόπος αποτροπής βρικολάκων. Ο γνωστότερος τόπος «εξορίας» του στο Αιγαίο υπήρξε η Καμένη της Σαντορίνης. Βουρβούλακα λένε στη Μύκονο ένα ακρωτήριο που μοιάζει με τύμβο. Κοντά στα Τρίκαλα υπάρχει το Βρικολάκι. Υπάρχουν και τα περίφημα Βρικολακονήσια στη Σκύρο, παλιός τόπος ταφής νεκρών.
- Ο Μόνταγκιου Σάμμερς (1880-1948), Βρετανός θεολόγος και φιλόλογος που περιηγήθηκε επί δύο χρόνια στη χώρα μας, γράφει: «Σε καμία χώρα η παράδοση του βρικόλακα δεν έχει διατηρηθεί πιο επίμονα παρά στην σύγχρονη Ελλάδα». Αναφέρει την περίπτωση μιας γυναίκας βρικόλακα στο Μαντούδι της Εύβοιας (1895) αιτία πολλών θανάτων στην περιοχή. Οι κάτοικοι την ξέθαψαν και την έκαψαν.