Η υπόθεση της κυρίας Μπεκατώρου που απασχολεί την επικαιρότητα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, τόσο από ηθικής όσο και από κοινωνικής και νομικής πλευράς.
Είναι γεγονός ότι βίωσε μία τραυματική εμπειρία, η οποία στιγμάτισε τη ζωή της αλλά κατάφερε μετά από προσωπική μάχη να βρει σήμερα το θάρρος μετά από πολλά χρόνια να μιλήσει γι’ αυτό και να καταγγείλει επώνυμα το θύτη της.
Εξετάζοντας το ζήτημα από την ηθική του πλευρά η απόφαση της κ. Μπεκατώρου είναι σωστή, γιατί στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα σε όσους ανθρώπους έχουν βιώσει παρόμοιες συμπεριφορές να ξεπεράσουν φόβους, ενοχές, δισταγμούς και αμφιβολίες προκειμένου οι δράστες των συμπεριφορών αυτών να αποκαλύπτονται και να τιμωρούνται παραδειγματικά.
Ευνοεί όμως το νομικό περιβάλλον πράξεις όπως αυτή της κ.Μπεκατώρου;
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή διαπιστώνουμε πως ο βιασμός καταγράφεται ως αδίκημα ήδη από τον Kώδικα του Χαμουραμπί του 18ου αιώνα π.Χ.
Ερχόμενοι στο σήμερα ας ρίξουμε μια ματιά για να δούμε τι ισχύει σήμερα στην Ευρώπη και αν οι νόμοι περί βιασμού προστατεύουν τις γυναίκες.
Από όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένης της Νορβηγίας, της Ισλανδίας και της Ελβετίας, μόνο εννέα θεωρούν το σεξ χωρίς συγκατάθεση ως βιασμό. Πρόκειται για τις Βρετανία, Βέλγιο, Γερμανία, Ιρλανδία, Κύπρο, Λουξεμβούργο, Ελλάδα, Ισλανδία και Σουηδία. Για τις υπόλοιπες 22 χώρες (Βουλγαρία, Τσεχία, Εσθονία, Νορβηγία, Γαλλία, Ολλανδία, Κροατία, Ιταλία, Λιθουανία, Λετονία, Ρουμανία, Μάλτα, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σλοβακία, Ελβετία, Ουγγαρία, Δανία, Ισπανία, Φινλανδία, Αυστρία) για να θεωρηθεί μία πράξη ως βιασμός θα πρέπει να υπάρχει βία ή κάποιο είδος εκφοβισμού.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, θα πρέπει όλες οι χώρες του κόσμου να αλλάξουν τη σχετική νομοθεσία και να συσχετίσουν τον βιασμό με την έλλειψη συγκατάθεσης και όχι με τη χρήση βίας.
Στην Ελλάδα το αμφιλεγόμενο Άρθρο 336 προσδιόριζε τον βιασμό σε όρους φυσικής απειλής για τη ζωή του θύματος, αντί να βάζει στον πυρήνα την απουσία συναίνεσης. Όμως μετά πολλές διαβουλεύσεις και έντονες αντιδράσεις της Διεθνούς Αμνηστίας, της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, αλλά και βουλευτών και κομμάτων το συγκεκριμένο άρθρο άλλαξε και στον νέο Ποινικό Κώδικα ενσωματώνεται η έννοια της συναίνεσης στον ορισμό του βιασμού.
Όμως όπως έχει διαπιστωθεί στην πράξη αρκετές φορές, η νομική διαδικασία που ακολουθεί την καταγγελία είναι πολύ χρονοβόρα και φθείρει ψυχολογικά τα θύματα τα οποία καταλήγουν να μην καταγγείλουν τον βιασμό, για να αποφύγουν όλη αυτήν την περιπέτεια, ή κάνουν πίσω γιατί δεν αντέχουν άλλο τις πιέσεις που ασκούνται από το νομικό πλαίσιο και το κοινωνικό περιβάλλον που μπορεί να φθάσουν μέχρι του σημείου να αμφισβητήσουν το αδίκημα με αποτέλεσμα πολλά θύματα να προτιμούν τη σιωπή.
Τη σιωπή.
Είναι εμφανής λοιπόν η ανάγκη για πρόληψη και η έγκαιρη αντίδραση από την πλευρά του θύματος ώστε να αποδίδεται δικαιοσύνη άμεσα
Όμως τι γίνεται όταν η καταγγελία γίνεται μετά από χρόνια, όταν δεν υπάρχουν πλέον αποδεικτικά στοιχεία αφενός και αφετέρου υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορέσει το θύμα να αποδείξει το δίκιο του, χωρίς να αποκλείεται η περίπτωση να βρεθεί να κατηγορείται για συκοφαντική δυσφήμηση. Ακόμα και τότε όμως το θύμα πρέπει να μιλήσει όταν νιώσει έτοιμο, παρόλο που αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος που μπορεί να αποτρέψει άλλα θύματα που θα παρακολουθούν την εξέλιξη της υπόθεσης, να ακολουθήσουν την δύσκολη επιλογή της καταγγελίας μετά από χρόνια.
Καταλήγοντας και για να κλείσω όπως ξεκίνησα, με την κυρία Μπεκατώρου, θεωρώ πως όταν το θύμα κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα συγχρόνως όμως καλείται να αντισταθεί στις σειρήνες των ΜΜΕ και της πολιτικής που έχουν βρει ήδη στο πρόσωπό της την ευκαιρία για όφελος .