Τα ονόματα είναι οι πιο αγαπημένες μας λέξεις. Είναι οι χαρακτήρες των βιβλίων μας, τα ονόματα των μαγαζιών μας, των παιδιών μας, των ερώτων μας, των κατοικίδιών μας. Τα ονόματα είναι τα κλειδιά του κόσμου. Ανοίγουν ή κλειδώνουν πόρτες. Είναι τα πρώτα ψέματα ή οι πρώτες εντυπώσεις και υποσχέσεις. Είναι ήχοι που κουβαλάνε μνήμες. Τα ονόματα έχουν μέσα τους δύναμη. Με φωνάζεις με το όνομά μου και γυρνάω – τι επικοινωνιακό ξόρκι είναι και τούτο!
Όποιος διαλέγει όνομα, πλάθει κόσμο. Και όποιος αλλάζει όνομα, ξαναγράφει την ιστορία του από την αρχή. Το όνομα είναι ταυτότητα, αφήγηση και, συχνά, προφητεία. Οπότε πρόσεχε τι βαφτίζεις. Δεν είναι καμιά μικρή λεπτομέρεια. Μπορεί να γίνει καταδίκη ή σωτηρία. Γιάννης ή Φρίξος; Άννα ή Γενεβιέβη; «Μοναδικά σουβλάκια» ή «Συμπαντικά καλαμάκια»; Όλα παίζουν.
Αλλά τα καλύτερα είναι αυτά που καίνε, που ιντριγκάρουν, που μυρίζουν χιούμορ, φαντασία, άποψη. Αυτά που κάνουν κάποιον να σταθεί και να χαμογελάσει. Αλλιώς, η ταμπέλα μένει αδιάφορη και αδικείται ολόκληρο το πακέτο.*
Γι’ αυτό κι εμείς, μαζέψαμε μερικά από τα πιο τρελιάρικα, ευφάνταστα και ιδιαίτερα ονόματα που βρήκαμε σε ταμπέλες της πόλης και σας τα παρουσιάζουμε για να τα γνωρίσετε καλύτερα. Κι όταν η έμπνευση ξεκινάει απ’ το όνομα, ξέρεις ότι όλα εκεί θα έχουν, αν μη τι άλλο, προσωπικότητα.
Εδώ έρχεται να διαφωνήσει ο μεγάλος Γουίλιαμ (ο Σαίξπηρ) και μας δίνει και την άλλη πλευρά του νομίσματος.
*«Τι έχει τ’ όνομα; Αυτό που λέμε ρόδο,
όπως κι αν το πεις, το ίδιο θα μοσχοβολάει.»
Ρωμαίος και Ιουλιέτα (Πράξη II, Σκηνή 2,
μετάφραση Βασίλη Ρώτα)
Τα ονόματα είναι αποτυπώματα
Τα ονόματα αφήνουν ίχνη στον χρόνο, στη μνήμη, στη γλώσσα. Κατοικούν μέσα μας, πολλές φορές πιο σταθερά κι από τα πρόσωπα που τα φέρουν.
Κάποια ονόματα κουβαλούν ιδιαίτερο βάρος. Σαν να έρχονται ήδη φορτισμένα με ιστορίες, συμβολισμούς, μια προδιάθεση για κάτι μεγάλο ή σκοτεινό. Και κάποια δεν έχουν επιλεγεί καθόλου τυχαία. Ο Ρασκόλνικοφ, για παράδειγμα, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, μοιάζει να γεννήθηκε με το ηθικό του ρήγμα ήδη χαραγμένο στο όνομά του. To Ρασκόλνικοφ στα ρώσικα σημαίνει σχισματικός.
Το όνομα «Μακμπέθ» (Macbeth) προέρχεται από τη σκωτσέζικη γλώσσα και σημαίνει «Υιός του Βοσκού» ή «Ο Υιός του Θεού». Ενσωματώνει μια διττή έννοια, δηλαδή: απ’ τη μια την ταπεινή καταγωγή του χαρακτήρα, αλλά από την άλλη την υπόνοια του «υιού του θεού», μιας υψηλότερη αποστολής και ίσως την ύπαρξη μιας βασιλικής μοίρας (παλεύει άλλωστε για τον θρόνο σε ολόκληρο το έργο).
Άλλα ονόματα είναι λιτά, σχεδόν ουδέτερα, και ακριβώς εκεί βρίσκεται η δύναμή τους. Ο Χάρι Πότερ έχει ένα κοινό όνομα (ήταν θεωρητικά πράγματι ένα κοινό παιδί μέχρι την ηλικία που ξεκίνησε η ζωή του στο Χόγκουαρτς) και γίνεται μοναδικός μέσα από τις πράξεις του.
Το ίδιο συμβαίνει και στον κινηματογράφο, με ονόματα που λειτουργούν σαν σημάδια. Τον Darth Vader δεν τον ξεχνάς, ακόμα κι αν δεν μπορείς να θυμηθείς τέλεια την πλοκή. Το Amélie, από την άλλη, είναι όνομα που φέρει ήδη την τρυφερότητα και τη φαντασία της ηρωίδας – όνομα γλυκό και μελένιο.
Υπάρχουν και τα ονόματα που είναι επιλεγμένα, όχι δοσμένα. Τα ψευδώνυμα. Εκεί η πράξη της ονοματοδοσίας γίνεται πράξη αυτοπροσδιορισμού. Η Mary Ann Evans για παράδειγμα, υπέγραφε ως George Eliot (ως άνδρας δηλαδή) για να μπορέσει να ακουστεί.
Δεν είναι πάντα στο χέρι μας το όνομα που θα πάρουμε, αλλά το πώς θα το φορέσουμε και πού θα το πάμε, είναι. Κι αν είμαστε τυχεροί, ίσως γίνει κάτι παραπάνω από μια ταυτότητα· ίσως γίνει αποτύπωμα.
ΜΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΜΗ ΘΥΜΑΣΑΙ;
«Τα φώτα ήταν χαμηλά. Θυμάσαι; Μερικά τρεμόπαιζαν κιόλας. Κι εσένα ίσα ίσα σ’ έβλεπα. Τι καταγώγιο ήταν εκείνο! Κι εκείνη η σγουρομάλλα που μας πήρε την παραγγελία –την θυμάσαι;– που την γαλίφιασες να μας κεράσει πόσα; Είπαμε να μπούμε για να γλιτώσουμε το εκνευριστικό ψιλόβροχο. Στάζαμε όταν μπήκαμε, δε θυμάσαι; Είπαμε για λίγο, για ένα στα όρθια. Ένα ουίσκι, ένα σφηνάκι, κάτι, οτιδήποτε. Και μείναμε πόσες ώρες. Και τελικά, είχαμε δεν είχαμε, τα κάναμε σαλάτα. Θυμάσαι; Τι όχι ρε; Δε θυμάσαι που πιαστήκαμε σχεδόν στα χέρια μ’ εκείνον τον τζιτζιφιόγγο που τα έπινε με τους παπάδες; Εσύ –καλά πού να το θυμάσαι τόσο που είχες πιει– τον έπιασες απ’ το πέτο σε κάποια φάση και του φώναζες “Ιούδα, εεεε, Ιούδα, κρεμάσου”. Οι παπάδες φρίκαραν. Τι πλάκα! Ε, σούπα μου ’πες, είπαμε, σε πείσαμε και τον άφησες κάποια στιγμή τον καψερό. Γύρισες και σ’ έναν ρασοφόρο και του πέταξες κι ένα “Ευλόγησον, πάτερ”. Ε και μετά ήταν που ήρθε κατακόκκινη η σγουρομάλλα η σερβιτόρα (τώρα απ’ το πολύ γέλιο ήταν; Απ’ τα νεύρα της που της το κάναμε θερινό; Ιδέα δεν έχω) με ένα φλιτζάνι καφέ μπας και σε συνεφέρει. Πω πω, σαν αγγεlucky θεόσταλτο ήταν. Θυμάσαι; Δεν θυμάσαι; Πώς γίνεται ρε συ; Που άρχισες να τραγουδάς ένα αυτοσχέδιο τραγούδι; “Καφέ…ναι… θέλω καφέ, μήπως ξεσουρώσω ποτέ…Ναι ναι ναι και νάι νάι νάι”; Τίποτα, ε; Ε, μετά δεν έχει. Μετά φύγαμε. Α, όχι ψέματα, πρώτα μας έστειλε στο τραπέζι εκείνο το περίεργο γλυκό που ήταν σα μύξα ο Πανοραμίξ που καθόταν γερμένος στον τοίχο… Ώπα. Α, ρε συ. Λογικό να μη θυμάσαι, τώρα που το σκέφτομαι στον ύπνο μου το είδα. Ας το, σύστριγκλο γίνεται στο υποσυνείδητό μου τα βράδια, σόρυ.»
Τα απαγορευμένα
Λαϊκή δεισιδαιμονία; Μπορεί. Τα ονόματα όμως έχουν ψυχή. Και βάρος. Κάποια ονόματα, όσο εκκεντρικοί και να είμαστε, δεν τα δίνουμε στα παιδιά μας –ούτε στα κατοικίδιά μας– με τίποτα.
Λολίτα
Δεν ήξερε τι έκανε. Αλλά το έκανε καλά. Αναγκάστηκε να μείνει μια ζωή μικρή και χαριτωμένη. Η ίδια δεν σκέφτηκε ποτέ ότι μπορεί να έφταιγε το όνομά της. Πάντως ήξερε πως όλοι και όλες την κοιτούσαν περίεργα από την αρχή.
Ηρώδης
Ποτέ κανένας δεν κατάλαβε γιατί έγινε δάσκαλος. Ακόμα λιγότερο τα παιδιά.
Αδόλφος
Στο γραφείο συστήθηκε «Άλφι». Όταν όλοι σημείωναν ακόμα σε χαρτιά κι έκαναν πράξεις σε πανάρχαια κομπιουτεράκια, αυτός ριχνόταν στα excel σαν να ήταν οι σανίδες της σωτηρίας του. Μια μέρα που δεν άντεχε άλλο bullying για την αγάπη του αυτή, έσκασε μύτη με μπλουζάκι «make spreadsheets great again», αλλά όλοι το πήραν στραβά και λίγο καιρό μετά, για ένα ασήμαντο λάθος, το αφεντικό τον απέλυσε.
Μαρία Αντουανέτα
Πρώτη μέρα στον παιδικό πήγε με τιάρα. Της άρεσαν τα πιο πλουμιστά φορέματα, τα πιο εκκεντρικά καπελάκια, τα φουσκωτά μανίκια. Έκανε πάρτι γενεθλίων με dress code «αριστοκρατία ή θάνατος». Ποτέ δεν της έφτανε τίποτα. Πού να τα βγάλει πέρα η μάνα της με τα ακριβά της γούστα! Όταν μεγάλωσε έγινε ινφλουένσερ. Έμπλεξε άσχημα όταν κάποιος σχολίασε σε ένα ποστ της στο insta αν ξέρει τι θα πει φτώχια. Αυθόρμητα απάντησε: «Δεν την ξέρω. Αλλά αν πεινάς, φάε κάτι.»
Καλιγούλας
Στο 2ο Δημοτικό Περιστερίου, ο Καλιγούλας σχεδίαζε στα τετράδιά του όργανα βασανιστηρίων δικής του επινόησης. Άλλαξε έξι σχολεία. Μεγαλώνοντας, προσπάθησε να αναγκάσει τους πάντες να τον φωνάζουν Γιάννη, αλλά ήταν αργά. Το όνομά του ήταν ραμμένο πάνω του, μόνιμο σαν τατουάζ.
Μήδεια
Κρατούσε σημειώσεις για τα πάντα. Μιλούσε με ησυχία, σαν να κρατούσε κάποιο κοφτερό μαχαίρι πίσω από την πλάτη. Όπως όλοι μας, ερωτεύτηκε και προδόθηκε, αλλά για αυτήν ήταν διαφορετικό. Άφησε πίσω της ένα γράμμα στο οποίο ευχαριστούσε ονομαστικά (και αλφαβητικά) όλους τους ανθρώπους που γνώρισε στη ζωή της και που της δίδαξαν να μην εμπιστεύεται κανέναν. Και ως υστερόγραφο τη φράση «δεν ήταν εκδίκηση, ήταν μέθοδος».
Πως σας είπαμε;
Τα 20+1 πιο περίεργα ελληνικά ονόματα εντός και εκτός εορτολογίου (με σχολιασμό, γιατί δεν κρατήθηκα)
Γεωργογιάννης: Διότι επέμεναν που επέμεναν και οι δύο παππούδες, ήταν κι οι γονείς people pleasers.
Σεθέλος: Ο μικρός αδερφός του Οθέλλου;
Αφεντούλης: Για να έχει πυγμή και αυτοπεποίθηση, αλλά να μην το πάρει και πάνω του.
Γκολφίνος: Με μια κρυμμένη ευχή να είναι καλός στα αθλήματα και ειδικά στο γκολφ που είναι το δεύτερο λιγότερο άθλημα, μετά το σκάκι.
Εραστής: Για να μας βγει ντούρος κι όχι κάνας φλώρος.
Βαλεριάνα: Γιατί ως γνωστόν, τα παιδιά φέρνουν ηρεμία και υπνηλία στους γονείς (νοτ).
Κόνων: Αντρουά κι αυτό. Απ’ τον Κόναν τον βάρβαρο λογικά, για να μη μασάει και να μην του κάνουν μπούλινγκ.
Σάββατος: Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή.
Ζαμπέτα: Αυτή θα βγει μαγγιώρα και με έφεση στο μπουζούκι.
Μυγδίνιος: «Έλα βρε Μυγδίνιε να φας τα δημητριακά σου!»
Ναούμα: Πολύ καλή κοπέλα να ’ούμε.
Πάχος: Μεγάλο άγχος, αν είσαι ο Πάχος, να μην παχύνεις και σου βγει τ’ όνομα. Α, περίμενε!
Φαεινή: Από ιδέες άλλο τίποτα.
Δρακούλα: Γοτθικό. Ανασκολοπιστικό. Βρικολακίσιο.
Θεσσαλία, Κέρκυρα κλπ.: Ώστε αν χαθεί η μικρή, να θυμάται τουλάχιστον πού πρέπει να γυρίσει.
Παγκράτιος: Ποια Κυψέλη; Ποια Πετράλωνα; Παγκρατάρα μόνο.
Ιτιά: Λουλουδιασμένη;
Μελχισεδέχ: Ουδέν σχόλιον.
Πλωτή: Για να γλιτώσουμε λεφτά απ’ τα μπρατσάκια;
Λεπτίνα: Διακρίνω μια χονδροφοβία ή είναι ιδέα μου;
Και… Παίζουμε!
Βρες το απόλυτο καλλιτεχνικό σου ψευδώνυμο/πώς θα σε έλεγαν αν ήσουν σούπερ ήρωας/το ιδανικό όνομα για τη μελλοντική επιχείρησή σου! Διάλεξε από την πρώτη λίστα τη λέξη που αντιστοιχεί στο πρώτο γράμμα του ονόματός σου και στη συνέχεια τη λέξη της δεύτερης στήλης που αντιστοιχεί στη μέρα της γέννησής σου. Συνδύασέ τα και… ιδού!
Α. Ρετρό
Β. Μάτσο
Γ. Εξωγήινος/η/ο
Δ. Μάστερ
Ε. Τρελό-
Ζ. Κυρ-κυρά
Η. Πάτερ
Θ. Σερ
Ι. Γκουρού
Κ. Wander
Λ. Ντόκτορ
Μ. Χατζή-
Ν. Μπάρμπα-
Ξ. Άγιος/α
Ο. Miss
Π. Περιφερόμενος/η/ο
Ρ. Βιονικός/ή/ό
Σ. Μαστρό
Τ. Δον
Υ. Σούπερ
Φ. Κάπτεν
Χ. Νίντζα
Ψ. Σαμουράι
Ω. Ξετσίπωτος/η/ο
1. Τσουρέκι
2. Σαλάχι
3. Παγωτίνι
4. Πιπέρι
5. Πατσάς
6. Χούφταλο
7. Ραπανάκι
8. Κατσαρίδα
9. Ποπ κορν
10. Πιλάφι
11. Κουνουπίδι
12. Καντιλανάφτης
13. Φλάμπερ
14. Χάμστερ
15. Μπαγλαμάς
16. Χλιμίτζουρας
17. Αγγούρι
18. Σφήκα
19. Μπαρμπούνι
20. Βούζβακας
21. Παντόφλα
22. Κατίνα
23. Ντολμάς
24. Ανανάς
25. Πούσι
26. Ταμπού
27. Μαστίγιο
28. Καρπούζι
29. Μπομπότα
30. Ανεμιστήρας
31. Κιλότα